του Γιάννη Παντελάκη
Τα τελευταία χρόνια, τάγματα εφόδου, δολοφόνοι με μαύρα, σπέρνουν τον πανικό. Στην αρχή μαχαίρωναν μετανάστες.
Όλοι, σχεδόν όλοι, κοιτάζαμε τις ειδήσεις των οκτώ τα βράδια. Και εκεί δεν μας έλεγαν τίποτα για όλα αυτά. Καμιά φορά, λίγο πριν το δελτίο καιρού, η εκφωνήτρια μέσα σε 4 δευτερόλεπτα έκλεινε το δελτίο με μια μικρή αναφορά. Έλεγε περίπου για μικροεπεισόδια τα οποία η αστυνομία απέδιδε σε «επίλυση διαφορών μεταξύ αλλοδαπών». Κουνάγαμε το κεφάλι, μάλλον ξέραμε πως δεν πρόκειται για πλακώματα αλλοδαπών, αλλά ποιος είχε τη διάθεση να υπερασπιστεί έναν μαχαιρωμένο Πακιστανό; κι όσοι, είχαν τέτοια διάθεση, αυτόματα έμπαιναν στην κατηγορία των γραφικών γκρουπούσκουλων. Το λύναμε κάπως έτσι το θέμα στη συνείδησή μας.
Μετά, στην γκάμα των κυνηγών ανθρώπινων ζωών, προστέθηκαν οι διαφορετικοί. Ομοφυλόφιλοι συνήθως, θύματα ομοφοβικών επιθέσεων.
Οι καταγγελίες τους δεν έπαιρναν έκταση και μάλλον δεν μας έπειθαν πως πρέπει ν’ ανησυχούμε. Άλλωστε, δεν το έλεγαν και στα δελτία των οκτώ. Και αν δεν το λένε αυτοί, μάλλον δεν συμβαίνει. Και αν κάποιος επέμενε ότι συμβαίνει, ε, υπάρχουν πολλές φράσεις στο νεοελληνικό λεξιλόγιο για να χαρακτηρίσουμε τους διαφορετικούς. Που ας μην ήταν διαφορετικοί άλλωστε, εμείς γιατί να μπλέκουμε;
Όταν στα θύματα προστέθηκαν αφισοκολλητές αριστερών οργανώσεων, ακούσαμε περισσότερα λόγια. Και από τα δελτία και από μια μερίδα εκείνων των πολιτικών που χαϊδεύουν αυτιά. Και αυτά τα λόγια όμως, δεν έβγαζαν καμιά ανησυχία. Ακροαριστεροί-ακροδεξιοί. Αποστάσεις. Και μαζί με τις αποστάσεις και θεωρίες που ανέσυραν από αραχνιασμένα μπαούλα της Ιστορίας. Των δύο άκρων. Κάποιοι θεωρητικοί, διαμορφωτές της κοινής γνώμης, άρχισαν να επιχειρηματολογούν υπέρ της θεωρίας αυτής με πάθος. Η κυβέρνηση τη βρήκε ενδιαφέρουσα. Και συμφέρουσα. Ταίριαζε στη στρατηγική της για να χτυπήσει τον μεγάλο πολιτικό αντίπαλο.
Εν τω μεταξύ, έχει περάσει χρόνος από τότε που άρχισαν όλα αυτά. Χρόνια. Χρόνια στα οποία οι νεοναζιστές έκαναν όλο και πιο συχνή την παρουσία τους. Κάποια κανάλια τους ξέπλεναν, φιλοξενώντας τους πέντε-πέντε. Κάποιοι δημοσιογράφοι, έβλεπαν πως υπάρχουν και σοβαροί ανάμεσά τους, άρα ικανοί και για συγκυβέρνηση. Και κάποια άλλα μέσα, μας τους έφερναν στην επικαιρότητα και τους εξωράιζαν με έμμεσο τρόπο. Οι γκόμενες του Κασιδιάρη και τα ωφέλιμα συσσίτια μόνο για Έλληνες. Στις καμπύλες των δημοσκοπήσεων, το νεοφασιστικό μόρφωμα, έβρισκε μια καλή θέση. Ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να… απελευθερώνεται. Είχε επί χρόνια μείνει στο περιθώριο καταπιεσμένο, ήρθε η ώρα της επιστροφής.
Το βράδυ της Τρίτης, ο Παύλος Φύσσας δολοφονήθηκε στην Αμφιάλη. Φοβάμαι πως και αυτό το φρικαλέο γεγονός, θα το ενσωματώσουμε στην καθημερινότητά μας. Θα φωνάξουμε, θα διαμαρτυρηθούμε, θα το κάνουμε θέαμα, θα το ξεχάσουμε. Θα περάσουμε στην επόμενη ημέρα. Η ζωή του Φύσσα σταμάτησε, η δική μας θα συνεχιστεί. Συνηθίσαμε πια να ζούμε σχεδόν ανενόχλητοι με τους φασίστες, μ’ έναν νεκρό ακόμα δεν θα συνηθίσουμε; Μακάρι όχι, φοβάμαι πως ναι…
Αναδημοσίευση από protagon.gr