Διχασμός έχει προκληθεί στην κοινή γνώμη από τα «νέα» γενόσημα φαρμάκα , μετά και από το νομοσχέδιο του υπουργείου υγείας το οποίο επιτρέπει τη χρήση τους.
Η εφαρμογή των πολιτικών του μνημονίου και των αλλαγών που έφερε, στον τομέα της υγείας και Πρόνοιας, έχει προκαλέσει έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων υγείας δηλαδή του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού των φαρμακοβιομηχάνων και της πολιτείας
Γενόσημο λέγεται το αντίγραφο φάρμακο του πρωτότυπου σκευάσματος. Το γενόσημο φάρμακο (ή διεθνώς generics) περιέχει την ίδια δραστική ουσία στην ίδια ποσότητα όπως το πρωτότυπο προϊόν και έχει παρεμφερή σύνθεση.Μετά το πέρασμα μιας δεκαετίας από την αποκλειστική κυκλοφορία ενός φαρμάκου από μία και μόνο φαρμακευτική εταιρεία επιτρέπεται η «αντιγραφή» του από μία άλλη. Το κόστος παραγωγής είναι μειωμένο,αφού πρόκειται για αντίγραφο άρα και η τιμή του. Η αδειοδότηση των γενοσήμων πραγματοποιείται σύμφωνα με τη νομοθεσία της ευρωπαϊκής Ένωσης, από τον ευρωπαϊκό οργανισμό φαρμάκων και στην Ελλάδα από τον ελληνικό οργανισμό φαρμάκων(ΕΟΦ). Όλοι αυτοί οι οργανισμοί αξιολογούν τα επιστημονικά δεδομένα του γενοσήμου :
- Αξιολογούν τις κλινικές μελέτες που διενεργούνται για λογαριασμό των φαρμακευτικών εταιριών σε συνεργασία με κρατικά νοσοκομεία ή ιδιωτικές κλινικές στην Ελλάδα ή το εξωτερικό.
- Γίνονται εργαστηριακοί έλεγχοι δειγμάτων του γενοσήμου, είτε προγραμματισμένα, είτε μετά από καταγγελίες ασθενών, ιατρών κ.λπ.
- Αιφνίδιες επιθεωρήσεις σε εργοστάσια παραγωγής και χώρους διακίνησης φαρμάκων (νοσοκομεία, φαρμακεία, φαρμακαποθήκες).
- τα φαρμακευτικά προϊόντα που παράγονται σε τρίτες χώρες (π.χ. Ινδία) και εισάγονται στην ΕΕ ελέγχονται και λαμβάνουν το λεγόμενο «Πιστοποιητικό Κανόνων Καλής Παραγωγής».
Υπάρχουν πολλοί βέβαια που προβάλουν διάφορες ενστάσεις ως προς την αποτελεσματικότητα τους με το επιχείρημα πως είναι αδύνατον τα πρωτότυπα να είναι όμοια με το αντίγραφα, ισχυρισμός ο οποίος μπορεί να γίνει δεκτός για τις περιπτώσεις εκείνες όπου τα γενόσημα προέρχονται από χώρες με χαμηλή αξιοπιστία.
Η θεραπευτική αξία των φαρμάκων εξαρτάται απολύτως από τις δραστικές ουσίες που περιλαμβάνουν. Η ποιότητα των αντιγράφων φαρμάκων και η ασφάλεια της χρήσης τους από τους πολίτες, δεν υπολείπεται από αυτή των αντίστοιχων επωνύμων. Η ανώτατη τιμή των γενοσήμων, διεθνώς, κατά μέσο όρο ορίζεται στο 60% της τιμής των αντίστοιχων επώνυμων φαρμάκων, με προφανές οικονομικό όφελος και στους καταναλωτές και στις κυβερνητικές δαπάνες.
Επίσης η θέσπιση της χρήσης των γενοσήμων έχει βασικό στόχο τη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης αλλά ενέχει έναν ορατό μελλοντικό κίνδυνο για την ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία. Η λογική της «φθηνότερης τιμής» μπορεί να οδηγήσει στην κυριαρχία της εγχώριας φαρμακευτικής αγοράς από πολυεθνικές εταιρείες γενοσήμων, που τα παράγουν σε τρίτες χώρες λόγω φθηνού εργατικού κόστους.
Κλείνοντας θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλεται η χρήση γενόσημων φαρμάκων στη χώρα μας, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, προκειμένου να μειωθεί η υψηλή φαρμακευτική δαπάνη.
Τα γενόσημα ελέγχονται από αρμόδιους φορείς και οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι είναι ασφαλή στη κλινική πρακτική.