του Γιάννη Τσιούλη
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι συνυφασμένο με ατέλειωτες ώρες ηλιοφάνειας και ραστώνης δίπλα στη θάλασσα με ή χωρίς καρπούζι, φέτα και ψωμί. Και φυσικά οι επιλογές για να διαλέξει κανείς την παραλία στην οποία θα ανεβάσει μια φωτογραφία στα social media με hashtag «κορμί και αλάτι» είναι δύο. Ή να απλώσει το κορμί του στην άνεση μιας ξαπλώστρας που του προσφέρει απλόχερα και με ένα σεβαστό αντίτιμο μια οργανωμένη πλαζ ή να στρώσει την πετσέτα, τη ψάθα, το τεντάκι του βρε αδερφέ του σε μία παραλία που δεν έχει αγγιχτεί ουσιαστικά από το ανθρώπινο χέρι και να αφεθεί για λίγο στο φυσικό τοπίο που φείδεται ξεκάθαρα σε ανέσεις σε σχέση με την πρώτη επιλογή. Όπως καταλαβαίνετε από τον τίτλο η δική μου θέση είναι ξεκάθαρη όσον αφορά στο θέμα ξαπλώστρα ή θάνατος (σ.σ. το τσιτάτο αυτό ήταν ο δραματικός τόνος που χρειάζεται κάθε κείμενο που σέβεται τον εαυτό του για να θέσει ένα μεγάλο δίλημμα στον αναγνώστη ώστε να τοποθετηθεί με πάθος στο θέμα που πραγματευόμαστε).
Δεν θα μπω καν στη διαδικασία να επιχειρηματολογήσω με λογικά επιχειρήματα τύπου οι παραλίες είναι δημόσιο αγαθό και θα έπρεπε να ανήκουν στο κοινό και όχι να τις εκμεταλλεύονται ιδιώτες σε τόσο μεγάλο βαθμό σε όλη την επικράτεια της χώρας ή ό,τι στο δικό μου (σπάταλο) μυαλό μου φαίνεται αδιανόητο να (χρυσο)πληρώσω για μία ξαπλώστρα σε οποιαδήποτε παραλία, αλλά θα επιχειρηματολογήσω με πάθος εναντίον της ξαπλώστρας ως κουλτούρα. Γιατί δεν είναι το αντικείμενο καθεαυτό που με ενοχλεί, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύει.
Η ξαπλώστρα είναι ένα από τα τελευταία υπολείμματα μιας νεοπλουτίστικης λογικής που κάνει τους πρεσβευτές της να νιώθουν πως δύνανται να αγοράσουν τα πάντα ακόμα και αν αυτό βάλλεται εναντίον του φυσικού τοπίου και της ομορφιάς του και είναι συνυφασμένη με τη σήψη ενός κοινωνοοικονομικού μοντέλου που απέτυχε από κάθε άποψη όπως όλοι βιώνουμε.
Η ξαπλώστρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λογική του ενοχλητικού φασαριόζου κάγκουρα που βλέπει την παραλία ως ένα μέρος για να παρτάρει με τη μουσική που ακούγεται στα εκάστοτε beach bars στη διαπασών και δημιουργεί την αίσθηση ότι η παραλία είναι mega club στην Ibiza και όχι ένα μέρος χαλάρωσης και αναψυχής. Είναι η επιλογή αυτού που πηγαίνει στη Μύκονο και την Πάρο για να ακούσει σειρήνες και ονειρεύεται ότι θα κάνει μια δήλωση σε κάποιο ρεπορτάζ παραλίας τηλεοπτικού σταθμού για να νιώσει την όποια επιβεβαίωση μετά το τηλεφώνημα της τρίτης ξαδέρφης του ότι τον είδε στην τηλεόραση. Του ίδιου που έρχεται στην παραλία με ένα σετ ρακέτες, έχοντας ένα ανταλλακτικό στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου για να διασφαλίσει πως η παρουσία στην πλαζ θα είναι ξεκάθαρα ενοχλητική για τους υπόλοιπους λουόμενους που άθελα τους βρέθηκαν να μοιράζονται μαζί του αυτό το κομμάτι γης δίπλα στη θάλασσα επειδή δεν ήταν κοινωνοί ή γνώστες αυτού που θα αντιμετώπιζαν.
Είναι μέρος της ίδια κουλτούρας που δημιουργεί άγχος στους λουόμενους για την «πασαρέλα» της παραλίας και αντί να απολαμβάνουν αμέριμνοι τα δροσερά νερά της χώρας μας αγχώνονται για το πως διαγράφει το sixpack τους κάτω από τη σκιά της ομπρέλας τους γιατί τόσο λάδι είναι κρίμα και άδικο να μην μπορεί ο περαστικός λουόμενος να δει την αντανάκλαση του πάνω σε αυτό το κορμί. Και φυσικά επειδή οι συγκεκριμένοι έχουν στερηθεί πολλά και πιθανότατα με εμμονικό τρόπο για τη φυσική τους κατάσταση, στο μυαλό τους αυτό τους κατατάσσει στην κορφή κάποιας κοινωνικής πυραμίδας από την οποία δύνανται να σχολιάζουν τους άλλους που δεν ανήκουν στον κάστα τους.
Η ξαπλώστρα ως ιδέα σχετίζεται λογική του καλοζωισμένου κατοίκου της πόλης που δεν μπορεί να απαλλαγεί από την αστικού τύπου επιθετικότητα και να απολαύσει ένα φυσικό τοπίο μακριά από τις πολυτέλειες που απολαμβάνει στο σπίτι του. Γιατί η νωθρότητα του να βιώσει πρωτόγνωρες εμπειρίες του επιβάλλουν να συσχετίζει τις διακοπές του με booking ξαπλώστρας και υπηρεσίες εκατοντάδων ευρώ, καθώς αν δεν του σερβίρουν σούσι στην παραλία ή αναγκαστεί να κόψει μία φέτα καρπούζι μόνος του θα έχει διαπράξει κάποιο είδος κοινωνικής αυτοκτονίας ξέρω γω και θα έχει αναγκαστεί να προσαρμοστεί σε μοντέλα τόσο μακριά από τον τρόπο που μεγάλωσε και ζει την καθημερινότητα του, στην οποία δώδεκα μπάτλερ και τρεις οικονόμοι του σερβίρουν πρωινό στο κρεβάτι και του σκουπίζουν τα ψιχουλάκια από από τη μπροστέλα του.
Είμαι απόλυτα ενήμερος και συνειδητοποιημένος ότι δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά αυτοί που επιλέγουν τις οργανωμένες πλαζ για τις διακοπές τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δύναται να γραφτεί ένα κείμενο κριτικό κείμενο απέναντι στη σαρωτική επέλαση της ξαπλώστρας που έχει καταλάβει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό την αθηναϊκή Ριβιέρα και τείνει να μετατρέψει σε βιομηχανία την χαρά του θερινού μπάνιου. Και σε περίπτωση που απορείτε. Όχι, αυτό το κείμενο δεν γράφτηκε από ένα νεοχίπι που στήνει σκηνές στη Δονούσα, αλλά ένα λουόμενο που απλά βαρέθηκε να αποφεύγει τις οργανωμένες πλαζ.
*Το άρθρο του Γιάννη Τσιούλη δημοσιεύτηκε στο vice.com