του Σταύρου Τσακυράκη*

 

Η ​​συμπεριφορά της προέδρου της Βουλής, κ. Ζωής Κωνσταντοπούλου, προκαλεί καθημερινά δικαιολογημένες αντιδράσεις. Βασικά προσόντα που απαιτεί ο θεσμικός της ρόλος, όπως συναίνεση, αμεροληψία, ουδετερότητα, είναι τελείως ξένα στην πολιτική πρακτική της, με αποτέλεσμα να έχει μετατρέψει το βάθρο της Βουλής σε βήμα εμπάθειας, κομματικής προπαγάνδας και προσωπικής προβολής. Ο στόμφος και τα σχόλια με τα παιδαριώδη στερεότυπα που χρησιμοποιεί ασφαλώς δεν έχουν προηγούμενο σε πολιτισμένη χώρα.

Η γελοιωδέστερη αλλά όχι και ακίνδυνη ιστορία της κ. Κωνσταντοπούλου είναι ασφαλώς η επονομαζόμενη, κατά τα πρότυπα της οργουελιανής ορολογίας, «Επιτροπή Αληθείας Δημοσίου Χρέους». Με προσωπική της απόφαση, χωρίς συνεννόηση με κανένα κόμμα ή απόφαση της Βουλής, συγκρότησε – άγνωστο με ποιον τρόπο και κριτήρια– μία πολυπληθή επιτροπή από ανθρώπους που ακόμη και σήμερα ουδείς γνωρίζει την επιστημονική τους επάρκεια, η οποία υποτίθεται θα διερευνούσε τη νομιμότητα του χρέους. Από την πρώτη παρουσίαση έγινε φανερό ότι τόσο η ίδια όσο και τα μέλη της επιτροπής θεωρούσαν το χρέος παράνομο και, φυσικά, δεν θα έκαναν τίποτα άλλο από το να προπαγανδίσουν την ήδη διαμορφωμένη άποψή τους.

Υποθέτω ότι δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις ή ευφυΐα, για να αντιληφθεί κανείς ότι τα «πορίσματα» αυτής της επιτροπής δεν έχουν απολύτως κανένα νομικό αντίκρισμα. Κι όμως, η πτυχιούχος Νομικής πρόεδρος της Βουλής σοβαρολογούσε όταν δήλωνε ότι πρέπει να ζητήσουμε αναστολή πληρωμών μέχρι να τελειώσει τις «εργασίες» της αυτή η επιτροπή. Εν τω μεταξύ, αυτή την εβδομάδα, ενάμιση μήνα μετά τη συγκρότηση της επιτροπής, ανακοινώθηκε το προκαταρκτικό συμπέρασμα των εργασιών της, το οποίο φυσικά δεν εξέπληξε κανέναν: το σύνολο του χρέους θα μπορούσε να κηρυχθεί «παράνομο, επαχθές και επονείδιστο». Με αυτό το πυρηνικό όπλο, η κ. Ζ. Κωνσταντοπούλου απεφάνθη ότι δεν φέρουμε καμιά ευθύνη και ουσιαστικά μάς καλεί να αρνηθούμε την πληρωμή του «παράνομου» χρέους.

Δεν θα σταθώ στον πολιτικό σουρεαλισμό του θέματος, ότι δηλαδή όλα αυτά συμβαίνουν όταν εναγωνίως η χώρα επιδιώκει μία συμφωνία περαιτέρω χρηματοδότησης από τους εταίρους, η οποία έχει καταστεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Με ενδιαφέρει η παιδαριώδης αντίληψη που καλλιεργείται και αναδύεται από αυτή την ιστορία: όταν ένα κράτος αδυνατεί να πληρώσει τα δανεικά του, φτιάχνει μία επιτροπή «αληθείας» για το δημόσιο χρέος, το ανακηρύσσει παράνομο κι έτσι απεκδύεται πάσης ευθύνης. Φυσικά, σε οποιοδήποτε διεθνές forum επιχειρήσει κάποιος να αναπτύξει αυτή την αντίληψη, θα θεωρηθεί παράφρων. Η ελληνική κοινή γνώμη, όμως, έχει κατά καιρούς ακούσει τόσο πολλές ανοησίες, από τα 600 δισ. του Σώρρα μέχρι τα λεφτά των Ρώσων και των Κινέζων (χωρίς να λογαριάζουμε τους «υδατάνθρακες» ή τις προκαταβολές του αγωγού), ώστε τα πάντα μοιάζουν εύλογα.

Μπορεί κάποιος να περιέλθει σε δυσχερή θέση, μπορεί να καταλήξει να χρωστά τόσα πολλά, ώστε να του είναι πολύ δύσκολο να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Αν θέλει, όμως, να αντιμετωπίσει την κατάστασή του με αξιοπρέπεια, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει πάνω απ’ όλα τη δική του ευθύνη. Στην Ελλάδα, ύστερα από πέντε χρόνια κρίσης, κάποιοι συνεχίζουν να αναζητούν με κάθε τρόπο τη μετάθεση ευθυνών χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή, δεν υπάρχει μεγαλύτερη αναξιοπρέπεια από το να λογίζεται κάποιος ανεύθυνος. Αυτήν ακριβώς την προσβολή και αναξιοπρέπεια εκπέμπει όλη η ιστορία της επιτροπής της κ. Κωνσταντοπούλου και γι’ αυτό, παρ’ όλα τα γελοία χαρακτηριστικά της, πρέπει να καταγγελθεί ως μια επιχείρηση ενσυνείδητης υποβάθμισης του πολιτισμικού επιπέδου του λαού μας.

* Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

πηγή: «Καθημερινή»

Share on Facebook0Tweet about this on Twitter2Share on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.