του Νίκου Κωνσταντάρα
Στην Ελλάδα σήμερα πολύ εύκολα ξεχνάμε ότι το μέλλον μας εξαρτάται όχι μόνο από το αν θα αντέξουμε τη λιτότητα και πώς θα εφαρμόσουμε μεταρρυθμίσεις, αλλά και από την ποιότητα της εκπαίδευσής μας. Οι δεξιότητες των παιδιών στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην ανάγνωση κειμένων είναι κρίσιμοι δείκτες για το προσωπικό τους μέλλον, αλλά και για την οικονομική ευρωστία της χώρας τους. Η ποιότητα της εκπαίδευσης, από μικρή ηλικία, καθορίζει την τύχη όλων. Και όσο εξελίσσεται η τεχνολογική επανάσταση και όλα τα δεδομένα κλονίζονται από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, δεν υπάρχει χώρα που να μην αγωνιά για το πώς θα προετοιμάσει τους πολίτες της, ώστε να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις της εποχής.
Γι’ αυτό σε όλο τον κόσμο παρακολουθούνται με πολύ ενδιαφέρον κάθε τρία χρόνια τα ευρήματα του προγράμματος διεθνούς αξιολόγησης μαθητών PISA του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Το 2009 συμμετείχαν 15χρονοι μαθητές από 65 χώρες. Την περασμένη Τρίτη, μπήκαν στο πλάνο και οι ενήλικοι: Ο ΟΟΣΑ έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα έρευνας σε 23 χώρες, μεταξύ ανθρώπων ηλικίας 16 έως 65, όπου μετρήθηκε η ικανότητά τους στην ανάγνωση κειμένων και σε βασικά μαθηματικά. Σε 19 από αυτές τις χώρες μετρήθηκε και η ικανότητα να λύνουν προβλήματα τεχνολογικής φύσεως. Οπως θα αναμέναμε, στην κορυφή βρέθηκαν οι χώρες όπου οι μαθητές έχουν τις καλύτερες επιδόσεις στον διαγωνισμό PISA απ’ όταν θεσπίστηκε, το 2000: η Ιαπωνία, η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Σουηδία· οι ΗΠΑ ήταν κάπου στη μέση.
Η Ελλάδα είναι μεταξύ ομάδας χωρών που θα μετρηθούν το 2014. Τα αποτελέσματα του PISA, πάντως, προμηνύουν ότι οι επιδόσεις μας θα είναι κάτω του μετρίου. Το 2009 (επειδή η κατάταξη του 2012 θα ανακοινωθεί αυτόν τον Δεκέμβριο), η Ελλάδα βρέθηκε στην 31η θέση μεταξύ 65 χωρών – το καλύτερο αποτέλεσμά μας από το 2000. Στην ανάγνωση, οι Ελληνες απέσπασαν 483 βαθμούς (με μέσο όρο PISA τους 493), στα μαθηματικά 466 (με μέσο όρο 496) και στις φυσικές επιστήμες 470 (με μέσο όρο 501). Οποιες και αν είναι οι αιτίες γι’ αυτές τις επιδόσεις, το σίγουρο είναι ότι απαιτείται τεράστια εθνική προσπάθεια για να βελτιωθεί η κατάσταση. Και η οικονομική κρίση δυσχεραίνει τα πράγματα. Το 2011, 22% των Ελλήνων ηλικίας 15-29 χρόνων δεν βρίσκονταν σε εργασία ούτε σε εκπαίδευση, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 16%. Το δεύτερο τρίμηνο του 2013, η ανεργία αυτής της ηλικιακής ομάδας ήταν 59%, συμπεριλαμβανομένου και ποσοστού 26% των πτυχιούχων πανεπιστημίου. Ομως, όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ σε έκθεση για την Ελλάδα του 2013, η γενική ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού έχει βελτιωθεί πολύ, με το 67% των ενηλίκων να έχει τελειώσει τουλάχιστον το λύκειο (από 50% το 2000, αλλά ακόμη κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που είναι 76%).
Υπάρχουν πολλές μελέτες για τα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης, καθώς και προτάσεις για το πώς μπορεί να βελτιωθεί. Δεν θα τα αναλύσουμε εδώ, πέρα από το να παρατηρήσουμε το γνωστό επίτευγμα των Φινλανδών, οι οποίοι δημιούργησαν το πιο επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα με το να επιλέγουν τους άριστους των αρίστων για εκπαιδευτικούς, πληρώνοντάς τους αναλόγως. Ετσι, οι μαθητές σέβονται και τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο.
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, «Τα εξυπνότερα παιδιά του κόσμου και πώς έγιναν έτσι», η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Αμάντα Ρίπλεϊ συνέκρινε το εκπαιδευτικό σύστημα των ΗΠΑ με αυτά της Φινλανδίας, της Νοτίου Κορέας και της Πολωνίας – τις πρώτες δύο για τις συνεχείς υψηλές επιδόσεις τους και την τρίτη για τη θεαματική βελτίωση των τελευταίων χρόνων. Με λίγα λόγια, βρήκε ότι οι Φινλανδοί αντιμετωπίζουν σοβαρά το σχολείο, αλλά είναι σχετικά χαλαροί όσον αφορά στις ώρες που διαβάζουν, οι Κορεάτες σκοτώνονται στο διάβασμα σε φροντιστήρια και οι Πολωνοί, παρότι έχουν ακόμη πολλά προβλήματα, έδωσαν μεγαλύτερη αυτονομία στα σχολεία τους και είχαν υψηλές απαιτήσεις από τους μαθητές.
Ομως, μία σύντομη παρατήρηση της Ρίπλεϊ εγείρει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα. Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια διαπίστωσαν, το 2002, ότι η συνέπεια μαθητών στη συμπλήρωση ενός ερωτηματολογίου συμβάδιζε με τις επιδόσεις της χώρας τους στον διαγωνισμό PISA. Είναι πιθανό ότι η επιτυχία της εκπαίδευσης βρίσκεται κάπου πέρα από εκπαιδευτικά συστήματα και μέσα στον χαρακτήρα εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων. Μήπως η συνέπεια και η υπευθυνότητα, που λείπουν από τη δημόσια συμπεριφορά μας, είναι αυτό που υπονομεύει το μέλλον μας, και είναι αυτό που μπορούμε να βελτιώσουμε χωρίς κόστος αλλά με μεγάλη προσπάθεια;
*Το άρθρο του Νίκου Κωνσταντάρα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13/10/2013.