Η παρακάτω επιστολή προέρχεται από την προσωπική σελίδα στο facebook ενός εκ των απολυμένων εργαζομένων του ΔΟΛ, Γιάννη Ανδρουλιδάκη. Τα όσα γράφει αγγίζουν κάθε εργαζόμενο. Είτε λέγεται δημοσιογράφος, είτε καθηγητής, είτε αγρότης είτε γιατρός. Τον κάθε εργαζομένο που στην Ελλάδα του 2013 βιώνει πρωτοφανείς συνθήκες ανεργίας, φτώχειας και εκμετάλλευσης. Με τις ευλογίες των ελληνικών κυβερνήσεων και των ξένων δανειστών.
Διαβάστε τη συγκλονιστική επιστολή:
«Την Παρασκευή, κατά τις 11 το πρωί, δέχθηκα το τηλεφώνημα που περίμενα εδώ και καιρό από τον διευθυντή στην εφημερίδα. Με κάλεσε στο γραφείο του, όπου μου είπε ότι «βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση». Δε μου είπε σε ποια δυσάρεστη θέση βρίσκεται κι εγώ δεν μπήκα στον κόπο να τον βγάλω από αυτήν επισημαίνοντάς του εγώ σε ποια δυσάρεστη θέση βρίσκεται. Έπειτα μου είπε ότι αυτός δεν ήθελε καθόλου να φύγω από την εφημερίδα και ότι λυπάται πολύ. Τον παρηγόρησα άκεφα για το κακό που τον βρήκε και εκείνος μου σημείωσε ότι ποτέ δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Συμφώνησα μαζί του ότι το μέλλον είναι για όλους άδηλο, του είπα ότι δεν υπογράφω την απόλυση και έφυγα από το γραφείο του με την ψευτο-περηφάνια εκείνου που είπε την καλύτερη ατάκα σε μια αμήχανη κουβέντα.
Στο δικό μου γραφείο δεν πήγα. Δεν είχα προσωπικά αντικείμενα να μαζέψω, τα μάζεψα όλα τον Ιούνιο όταν μας ενημέρωσαν ότι επίκειται αναδιάρθρωση τμημάτων για μείωση του κόστους –δεν ήξερα που θα με έβρισκε η «αναδιάρθρωση» ούτε αν θα έχει μείνει κανείς πια να μαζέψει τα πράγματά μου, όπως είχαμε μαζέψει εμείς του Θοδωρή. Πήρα την κόρη μου και της είπα ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου να μην πηγαίνω κάθε απόγευμα στη δουλειά. Στο γιο μου δε χρειάστηκε να πω κάτι, δεν καταλαβαίνει ακόμα: απλά του επιβεβαίωσα ότι για τα γενέθλιά του θα του πάρω έναν εκσκαφέα ή ένα ποδήλατο και βγήκα για τσιγάρο. Στο τσιγάρο άρχισαν να φτάνουν και τα επόμενα ονόματα της λίστας: Ο Κώστας… Η Άννα… Η Ηρώ… Ο Γιώργος… Η Πέννυ που την ενοχλούσε συνέχεια ο καπνός από το τσιγάρο μου και μου φώναζε να το σβήσω- ειρωνεία, κανείς από τους δύο δεν θα βρει την ησυχία του από την απόλυση του άλλου.
Τα τελευταία τρία χρόνια, οι αναδιαρθρώσεις στον ΔΟΛ μοιάζουν με πολεμικά ανακοινωθέντα από το Ιράκ. «Σήμερα Παρασκευή χάσαμε 32 καλούς στρατιώτες». Από τον Σεπτέμβριο του 2010 είμαστε πάνω από 350 που πέσαμε. Αλλοι βρήκαν δουλειά, άλλοι παλεύουν ακόμα, μερικοί δουλεύουν απλήρωτοι, ο Κώστας πέθανε γιατί έσκασε το ανεύρυσμα…
Στην αρχή έδιωξαν τους διοικητικούς –πολλές δεκάδες διοικητικούς. Οι διοικητικοί είναι η πλέμπα των εφημερίδων, δεν βλέπουν το όνομά τους τυπωμένο πουθενά ούτε κι ελπίζουν να το δουν ποτέ, δε μιλάνε με υπουργούς, μεγαλογιατρούς και πρυτάνεις, δε μπορούν να καμαρώσουν στη μάνα τους. Το σωματείο έκανε απεργία και τότε είδαμε για πρώτη φορά πόσο αποφασισμένα είναι τα αφεντικά στην κρίση. Μας τραμπούκισαν, μας έβγαλαν πιστόλια κι έπειτα μας έβγαλαν και μια κάλπη για να καταδικάσουμε την απεργία αλλιώς θα έκλεινε η καθημερινή έκδοση και θα απολυόταν κόσμος. Και πήγαμε στην κάλπη και καταδικάσαμε την απεργία, όχι όλοι μας, αλλά οι περισσότεροι. Και έπειτα, ωστόσο, η καθημερινή έκδοση έκλεισε. Κι ο κόσμος απολύθηκε. 35 συνάδελφοι, που μια στιγμή ενωθήκαμε και τους φέραμε πίσω κι ύστερα τους έδιωξαν πάλι μια Παρασκευή μεσημέρι, μόλις έκλεισαν το κυριακάτικο φύλλο. Όχι πλέμπα πια. Δημοσιογράφους. Ναι, ύστερα έδιωξαν κι εμάς.
Οι δημοσιογράφοι είναι περίεργα ζώα. Σαν τους ξιπασμένους μπάτλερ, νομίζουν ότι έχουν κάτι από την ευγένεια των κυρίων τους, ότι αποκτούν κάτι από την αύρα εκείνων στους οποίους σερβίρουν το Ντραμπουί. Δεν αισθάνονται εργαζόμενοι, αισθάνονται κουκλοπαίχτες που κινούν νήματα. Αρέσκονται να υποτιμούν τον λογαριασμό τους, δεν είναι δα και ο μικρότερος, δεν νιώθουν εργαζόμενοι, αγαπάνε λένε αυτό που κάνουν, δεν είναι λειτούργημα είναι κάτι πιο έξυπνο. Συχνά βέβαια, καταλήγουν αλκοολικοί, φυλάνε μποτίλιες και αντικαταθλιπτικά στα γραφεία τους, πεθαίνουν από εμφράγματα από το καθισιό, την τρυφηλότητα, το κακό ωράριο και το άγχος της κακομοιριάς και του υπηρέτη, αλλά δε νιώθουν εργαζόμενοι –αυτοί ξέρουν, οι άλλοι δεν ξέρουν. Δεν ασχολούνται με τις παραγωγικές σχέσεις, αυτό είναι μπανάλ, νομίζουν πως ο κόσμος είναι ένας διαγωνισμός δύναμης κι επιρροής που υπάρχει από μόνη της.
Στο μεταξύ το ποσοστό της υπεραξίας τους χάνεται στο σύμπαν αγνοημένο από όλους, σαν τα χτυπήματα τηλεφώνου σε ένα άδειο σπίτι. Πιστέψτε με, οι δημοσιογράφοι είμαστε πιο νάρκισσοι από τις μπαλαρίνες και σίγουρα πιο αφελείς από τους ανειδίκευτους εργάτες. Η ιδέα ότι ο κόσμος είναι κάτι άλλο από αυτό που λέμε εμείς, δεν μας περνάει από το μυαλό και καμιά φορά τη βρίσκουμε να υπογράφουμε ατομικές συμβάσεις με μειώσεις, γραμμένες σε διατυπώσεις που αποδεικνύουν την ανωτερότητα του είδους μας. Έπειτα, μόλις μας πάρουν ένα ακόμα κομμάτι από το μισθό που τους δουλέψαμε, συζητάμε σοβαρά – σοβαρά για το «ντηλ».
Την Παρασκευή με τις απολύσεις, είδα ξανά μερικούς από εμάς να έχουν έναν αέρα της τάξης μας. Τα παιδιά του in.gr μαζεύτηκαν στις σκάλες και συζητούσαν τι θα κάνουν: συζητούσαν με αυτό το είδος της αλληλεγγύης που σε κάνει να πιστεύεις, κόντρα στις προκαταλήψεις, ότι οι εργάτες δε μπορούν μόνο να κάνουν τον κόσμο πιο δίκαιο, μπορούν να τον κάνουν και πιο όμορφο. Ο φωτογράφος από τον 4ο, ο πιο ήσυχος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου, που ήρθε συστημένος από το Μάριο να με βρει για να μου πει πως ούτε εκείνος υπέγραψε την ατομική σύμβαση και ήθελε να είναι σε επαφή μαζί μας, με την ηρεμία του ινδιάνου από τη Φωλιά του Κούκου, μου έλεγε πώς δεν έχει γυναίκα και παιδιά και θα τα καταφέρει για λίγο.
Η Ηρώ με αγκάλιασε: τόσα χρόνια στη δουλειά, τσακωνόταν με όλους μα δεν κάρφωσε ποτέ κανέναν. Σε αντάλλαγμα δεν την έβαλαν ποτέ στο μισθολόγιο: έζησε και πέθανε μπλοκάκι κι ένας θεός ξέρει με ποιους όρους την απολύσανε. Η κοπέλα από τα βίντεο, η Στεφανία, είχε βουρκώσει κι όταν μας είδε όλους μαζί κατάπιε τα δάκρυά της και χαμογέλασε. Γύρισε πριν λίγους μήνες στη δουλειά από άδεια λοχείας. Μου είπαν μετά πως κι ο άνδρας της είναι άνεργος χρόνια, ότι τους ζήτησε κλαίγοντας να την κρατήσουν με λιγότερα και της το αρνήθηκαν –εύχομαι να στουκάρουν το καινούριο τους αμάξι σε κολώνα της ιδιωτικοποιημένης ΔΕΗ και να ζήσουν για να δουν τα μεγάλα βαθουλώματα στις πόρτες του. Είμαι βέβαιος πως δεν έκλαιγε για την απόλυση, έκλαιγε γιατί κατηγορούσε τον εαυτό της που τους το ζήτησε. Αν την ξαναδώ, θα της πω να μην το σκέφτεται: έτσι κι αλλιώς είμαστε πάντα στην ανάγκη τους.
Πάει καιρός που χα να νιώσω εκεί μέσα πως ήμουν ανάμεσα σε ανθρώπους της τάξης μου, αυτούς που δουλεύουν για να ζήσουν και νικούν τον φόβο με την αξιοπρέπεια. Ήμασταν 21, πριν από τρία χρόνια, που σηκώσαμε τα χέρια μας, μπροστά στους διευθυντές και ψηφίσαμε ξανά την απεργία κι ας κλείσει η εφημερίδα και τα κρατήσαμε σηκωμένα ώρα, γιατί δεν ξέραμε πότε θα έρθει ξανά η στιγμή να νιώσουμε πάλι τόσο περήφανοι. Από την Παρασκευή, μόνο τρεις από αυτούς είναι ακόμα στην εφημερίδα.
Οι υπόλοιποι απολυθήκαμε μήνα το μήνα, ο ένας μετά τον άλλον ή σπρωχτήκανε στην έξοδο. Ο Δημήτρης ο Ζακχαίος. Ο Θοδωρής ο Βαρβάρης. Η Μαρινίκη η Αλεβιζοπούλου. Ο Τάσος ο Αναστασιάδης. Και οι υπόλοιποι. Στάθηκαν απέναντι στον Πρετεντέρη και τον Παντελή Καψή, που λίγες μέρες πριν κλαψούριζε ότι αν δεν κόψει τους μισθούς δεν θα χει να σπουδάσει το παιδί του κι έπειτα πήρε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ αποζημίωση για να γίνει υπουργός και να απολύσει όλη την ΕΡΤ. Και τους θύμισαν τον βασικό νόμο της συνείδησης στον καπιταλιστικό κόσμο: το να καταλαβαίνεις πως είσαι εργάτης είναι η προϋπόθεση για να μην είσαι δούλος. Με καμάρι τρυπώνω στη λίστα τους.
Και δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι όλοι εκείνοι που σε κοιτάζουν συνωμοτικά την ώρα που ουρλιάζει ο προϊστάμενος. Αυτοί που δε γελάσανε στο κρύο αστείο του διευθυντή. Εκείνοι που πήγαν να υπογράψουν τις ατομικές συμβάσεις λίγα λεπτά πριν τελειώσει η προθεσμία –κι ας το χαν αποφασίσει μέρες πριν- για να ανησυχήσει ο οικονομικός διευθυντής. Είναι οι άλλοι που δε μιλούν στις συνελεύσεις και σε αγαπάνε γιατί όταν μιλάς εσύ είναι το ίδιο –γιατί είστε το ίδιο. Είναι ο Κωστής, που αφού πέρασε ώρες πολλές με εμάς τους απολυμένους χωρίς να μας πει τίποτα, πήγε και άφησε ένα χαρτί και ζήτησε να συμπεριληφθεί στις απολύσεις, γιατί δε θέλει να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί.
Είναι μια πελώρια δύναμη, σαρκαστική, κρυφή, πανίσχυρη, που όταν ενωθεί θα καταστρέψει έναν κόσμο που πάσχει από έλλειψη δικαιοσύνης κι από έλλειψη χιούμορ. Μα δεν έχει ενωθεί ακόμη.
***
Ξημερώνει Δευτέρα. Δεν θα πάω για δουλειά. Στις 12 έχουμε συνέλευση –δεν περιμένω πολλά. Οι πιο πολλοί ανάμεσά μας, φοβήθηκαν νωρίς, πάει καιρός που στις συνελεύσεις μας είμαστε οι λιγότεροι. Ολοένα και λιγότεροι. Αυτοί που απολύουν έχουν βρει έναν αλγόριθμο για να μειώνεται σταθερά το ιξώδες της γενναιότητας. Στις 3 θα είμαστε έξω από τον ΔΟΛ. Για 6 χρόνια κάθε μέρα, σήμερα ίσως τελευταία φορά. Θα είμαστε. Δεν ξέρω πόσοι, ξέρω ποιοι: οι πιο όμορφοι ανάμεσά μας, αυτοί που πουλάμε τη δουλειά μας για να ζήσουμε. Λίγο αδύναμοι και καμία φορά λίγο περίγελοι.
Μα γράφει ο Μπρεχτ:
«Όταν για την αδυναμία μας περιγελούν
Δεν πρέπει πια να χάνουμε καιρό
Πρέπει έτσι να το φροντίσουμε
Που όλοι οι αδύναμοι να βαδίσουμε μαζί
Και τότε κανείς πια δεν τολμά να μας περιγελάει»
Με λένε Γιάννη Ανδρουλιδάκη, είμαι δημοσιογράφος και κοστίζω περίπου 1500 ευρώ το μήνα μαζί με την ασφάλιση. Πριν δυο χρόνια φώναζα σε μια συνέλευση του Βήματος: «Κατεβήκαμε κάτω 140, θα ανεβούμε πάλι 140, ούτε ένας λιγότερος». Νομίζω πια, θα έχουν μείνει 70. Εγώ είμαι πάλι στη γύρα και σας πουλάω την εργατική μου δύναμη. Αλλά να ξέρετε ότι κάποτε, σύντομα, αυτό θα πάψει να γίνεται και τα δάκρυα της Στεφανίας θα τα πληρώσετε.
πηγή: Το κουτί της Πανδώρας