Της Ζέφης Δημαδάμα*
Στις μέρες μας, παρατηρούμε τη δυναμική ενίσχυση πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών, τυπικών και άτυπων δικτύων εθελοντών, όπως σύλλογοι, μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), ιδρύματα, που διεκδικούν μια ξεχωριστή θέση και επιδιώκουν να διαδραματίσουν έναν διακριτό ρόλο στην ελληνική κοινωνία. Η κοινωνία των πολιτών, αναπτυσσόμενη στο χώρο ανάμεσα στο κράτος και την αγορά (Σωτηροπουλος, 2007), επιδιώκει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, ώστε να αναδειχτούν καλύτερα τα προβλήματα των πολιτών και να ασκηθεί πίεση στο πολιτικό σύστημα (κράτος) για την επίλυσή τους (Μπουρίκος, 2013). Ειδικότερα, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και των συνεπειών της, η κοινωνία των πολιτών αποπειράται να αποτελέσει ένα «ενδιάμεσο δίχτυ προστασίας», το οποίο θα απορροφήσει τους «κραδασμούς», σε ένα ασφαλές και ευέλικτο μονοπάτι συνεργασίας πολίτη – κράτους – αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη και τον περιορισμό του προνοιακού κράτους.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει, όπως πρόσφατα επιβεβαιώθηκε και από συναντήσεις εργασίας διεθνών οργανισμών και πανεπιστημίων, η σημαντική ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και σε άλλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως σε χώρες της ΝΑ Ευρώπης και της ευρύτερης περιοχής (Καυκάσου, Μαύρης Θάλασσας). Οι προσκεκλημένοι ερευνητές, σπουδαστές, εκπρόσωποι ΜΚΟ και δημόσιοι λειτουργοί, οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικά κράτη της περιοχής και είχαν διαφορετική πολιτισμική κουλτούρα, μετέφεραν στις συναντήσεις αυτές το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει και αναπτύσσεται στις χώρες τους, για την αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου και την ενδυνάμωση της δράσης της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με καινοτόμες δράσεις (social innovation) και καλές πρακτικές (good cases).
Οι τομείς στους οποίες η κοινωνία των πολιτών διεκδικεί ενεργό ρόλο, είναι κυρίως οι τομείς του πολιτισμού, της ισότητας των φύλων, της εκπαίδευσης, αλλά και τομείς που σχετίζονται με την καλή διακυβέρνηση και τη λειτουργία της δημοκρατίας, ενώ προάγουν και σύγχρονους τομείς, όπως η Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και Κοινωνική Οικονομία. Ωστόσο, ζητούμενο και αναγκαία προϋπόθεση παραμένει, σε κάθε περίπτωση, η αυτόνομη και αυτοχρηματοδοτούμενη λειτουργία/δράση των δικτύων αυτών, ώστε να διασφαλίζεται σε ένα ικανό επίπεδο η αντικειμενική έκφρασή τους, χωρίς στρεβλώσεις. Απαραίτητος είναι επίσης ο έλεγχος της παρεχόμενης υπηρεσίας εξαλείφοντας σοβαρές αδυναμίες, όπως την παροχή υπηρεσιών σε συγκεκριμένες ομάδες με υποκειμενικά κριτήρια επιλεξιμότητας (π.χ., με βάση την εθνότητα ή την καταγωγή), ή στην επάρκεια και τη χωρική κατανομή/κάλυψη των προσφερόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να είναι σαφές ότι οι πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών δεν δύνανται να υποκαταστήσουν την κοινωνική πολιτική και πρόνοια του κράτους, αλλά να δράσουν συμπληρωματικά και ως ένα βαθμό.
Απομονώνοντας τις κακές πρακτικές για τις οποίες, αδιαμφισβήτητα, πρέπει να υπάρξει αξιολόγηση και έλεγχος, ας αφουγκραστούμε τις πραγματικές ανάγκες και τα ζητούμενα των πολιτών, οι οποίοι μέσα από συλλόγους, κινήματα, δίκτυα και ΜΚΟ, διαμορφώνουν ένα νέο ευέλικτο κοινό πλαίσιο αρχών και δράσεων, για θέματα όπως η ποιότητα της δημοκρατίας, η καθημερινότητα (αντιμετώπιση της φτώχειας), η εκπαίδευση, η ισονομία κ.ά. Η κοινωνία των πολιτών, τέλος, θα μπορούσε, παρά τις όποιες αδυναμίες της, να αποτελέσει έναν εν δυνάμει «σύμμαχο» για το κράτος και τους θεσμούς, αλλά και για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν τις αρχές και τους στόχους τους στις νέες διαμορφούμενες συνθήκες, ώστε να βρεθούν αποτελεσματικά δίπλα στην κοινωνία και τους πολίτες.
*Η Ζέφη Δημαδάμα είναι Δρ. Οικονομικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος.