Το άγαλμα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, είναι σχεδόν αρχετυπικό ενός ύφους που θα το χαρακτηρίζαμε εθνικιστικό μπαρόκ. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν το 1955 και το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Βάσος Φαληρέας. Ο ίδιος φιλοτέχνησε και το άγαλμα της Προμάχου Αθηνάς που στέκει σαν αλεξικέραυνο στο Πεδίον του Αρεως. Ως γνωστόν ο βασιλιάς της Σπάρτης αναπαρίσταται σε πλήρη ανάπτυξη της πολεμικής του αρετής, με το δόρυ υψωμένο στο δεξί, την ασπίδα με την κεφαλή της Γοργόνας χαραγμένη, και την περικεφαλαία σαν αυτή που φορούσε ο κορυθαίολος Εκτωρ της Ιλιάδας. Μπορεί να έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους συγκινητικότερους ήρωες επειδή έπεσε ηρωικώς μαχόμενος «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος», μπορεί να θριάμβευσε επειδή ηττήθηκε, όμως η ανάγκη τόνωσης του εθνικού φρονήματος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους λεπτές αποχρώσεις. Οι σκηνοθετικές ανάγκες της Ιστορίας, σε πείσμα του δικού του ηρωισμού, τον ήθελαν νικητή.
Τις προάλλες, ορισμένοι συμπολίτες μας, υπό τη σκέπη του χάλκινου ανδριάντος του ήρωος, σκηνοθέτησαν με τον δικό τους τρόπο την Ιστορία. Με μαύρες μπλούζες και σώματα παραμορφωμένα από ατέλειωτες ώρες γυμναστηρίου, παρατεταγμένοι σε σχήμα μαιάνδρου κρατούσαν αναμμένες δάδες και τραγουδούσαν: «Οι νέοι είμαστε Σπαρτιάτες… Μια νέα θέλουμε Ελλάδα που θα σκεπάσει όλη τη γη». Λίγο αργότερα, ο αρχηγός τους, με το γνωστό ύφος του δημοδιδασκάλου που διοχετεύει τον θυμό του σε άπταιστες ελληνικούρες διεπίστωνε: «Ισως πάνω στα ουράνια οι ψυχές των γενναίων που πότισαν με το αίμα τους αυτήν την γη να μας παραστέκουν». Τι το ήθελε αυτό το «ίσως», αν το άκουσα καλά. Τα ουράνια, εμφανώς απογοητευμένα από την αμφιβολία του αρχηγού, μούτρωσαν και δεν συγκατένευσαν. Ούτε βροντή ακούστηκε, ούτε αστραπή έσκισε το σκοτάδι. Ο νεφεληγερέτης αδιαφόρησε και άφησε την επικράτειά του να απολαύσει την αιθρία που επικρατούσε στο στερέωμα της χώρας την νύχτα εκείνη του Σεπτεμβρίου όπου μέλη και οπαδοί της Χρυσής Αυγής εόρταζαν την επέτειο της μάχης των Θερμοπυλών.
Οι ψυχικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν στους τρόφιμους των γυμναστηρίων και της νύχτας να ταυτίζονται με τους οπλίτες του σπαρτιατικού στρατού υπάγονται στο εθνικό ψυχόδραμα, μέρος του οποίου, κάποτε, υπήρξε και ο μπαρόκ εθνικισμός του γλυπτού. Είναι μια συγγενής διαμαρτία της συλλογικής μας συνείδησης την οποία η εκπαίδευση, με τον τρόπο που διδάσκει την ελληνική Ιστορία, αντί να τη θεραπεύει, την επιτείνει. Ενα κράμα αμάθειας και ναρκισσισμού που επιτρέπει σε όλους αυτούς να κοιτάζονται στον καθρέφτη και να αισθάνονται φτιαγμένοι από τα υλικά του Λεωνίδα σε πείσμα της αθλιότητας που τους περιβάλλει. Πάντα υπήρχαν τέτοιες ομάδες συμπολιτών μας. Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται ουσιαστικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό, από τη στιγμή που το θέαμα και η ταύτιση αντιμετωπίζεται όχι μόνον ως φυσιολογική, αλλά και ως λυτρωτική των δεινών.
Είναι μάλλον αφελές να πιστεύουμε ακόμη πως υπάρχουν αθώοι ψηφοφόροι οι οποίοι, εν τη απελπισία τους και τη αγανακτήσει τους, προσφέρουν όλο και μεγαλύτερα ποσοστά δημοφιλίας στη Χρυσή Αυγή. Ομως όταν η δημοκρατία γίνεται βαρετή σαν λογιστικό βιβλίο, ο επαρχιακός θίασος με τις δάδες και τα ταμπούρλα –είχαν και ταμπούρλα στη γιορτή– μπορεί να μοιάζει διασκεδαστικός. Ειδικά αν αγγίζει τον ναρκισσισμό που ελλοχεύει στο ακαλλιέργητο υποσυνείδητο. Οταν έχεις μεγαλώσει νομίζοντας πως ο ελληνισμός που κάποτε «έχτιζε Παρθενώνες» συνεχίζει να μεγαλουργεί σπάζοντάς τα στα σκυλάδικα, «γιατί αυτή είναι η ελληνική ψυχή», τότε μπορείς να πιστέψεις ότι ο φουσκωτός της πόρτας δεν διαφέρει κι από τον Σπαρτιάτη οπλίτη.