του Γιώργου Κατσάμπα
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια όμορφη μακρυνή χώρα, ζούσε ένας καλός Βασιλιάς με την Βασίλισσά του! Σχεδόν όλα ήταν ελεύθερα για όλους στο βασιλείο τους. Το μόνο που απαγόρευαν στο λαό, ήταν να φοράνε ρούχα στα χρώματα του Βασιλείου. Αυτά τα χρησιμοποιούσε μόνο η βασιλική οικογένεια. Κατά τ’ άλλα ο λαός τους ήταν ελεύθερος, ευημερούσε, ζούσαν ειρηνικά με τα γειτονικά βασίλεια και όλοι οι κάτοικοι βοηθούσαν ο ένας τον άλλο! Αγαπούσαν τους βασιλιάδες τους και τους εύχονταν υγεία και καλούς απογόνους!
Σύντομα, ανακοινώθηκε ένα χαρμόσυνο γεγονός! Η Βασίλισσα θα έφερνε στο κόσμο ένα παιδάκι! Στο άκουσμα της είδησης, η χαρά και τα γλέντια ξεφάντωσαν όλο το βασίλειο!
Όλοι περίμεναν με αγωνία να περάσουν οι μήνες της εγκυμοσύνης, μα πιο πολύ ο ίδιος ο Βασιλιάς.
Ένας από τους συμβούλους του Βασιλιά, ήταν κι ένας σοφός γέροντας με μαντικές ικανότητες που ζούσε στο παλάτι πολλές εποχές και που κανείς δεν θυμάται πόσων ετών ήταν, ούτε κι ο ίδιος θυμόταν!
Ο Βασιλιάς, που είχε αρκετό άγχος, τον ρώτησε «τι προβλέπεις για το παιδί που θα γεννηθεί;».
Ο πιστός σύμβουλος χαμογέλασε και του είπε ότι «θα γεννηθεί κορίτσι. Μέχρι τα 18 της χρόνια να μην βγαίνει στο κόσμο. Τον μήνα όμως των γεννεθλίων της, μπορεί να εμφανίζεται κάποιες μέρες στο μπαλκόνι του παλατιού για να την βλέπει ο λαός. Πράξτε αυτά και θα πάρετε μεγάλες χαρές και θα γεράσετε ευτυχισμένοι με πολλά εγγόνια και δισέγγονα!»
Ο Βασιλιάς αρχικά χάρηκε πολύ με όσα άκουσε αλλά προβληματίστηκε κιόλας με το γεγονός ότι θα έπρεπε να κρύβει τη πριγκίπισσα τόσα πολλά χρόνια. Μετά σκέφτηκε ότι «αφού όλα θα πάνε καλά στο τέλος, δεν χρειάζεται να ρωτήσω τι μπορεί να συμβεί αν δεν κάνω ότι μου είπε ο σοφός γέροντας».
Οι μήνες πέρασαν και κόντευε πια η στιγμή που όλοι περίμεναν! Δώρα έφταναν απ΄όλο το βασίλειο για το μωρό! Κι επειδή, εκτός του σοφού και του Βασιλιά, κανείς άλλος δεν γνώριζε αν θα γεννηθεί αγόρι ή κορίτσι, τύλιγαν τα δώρα τους με λευκές και κόκκινες κορδέλες που ήταν τα επίσημα χρώματα του βασιλείου.
Κι εκείνη τη ηλιόλουστη μέρα ήρθε στο κόσμο μια πανέμορφη πριγκίπισσα!
Η ευτυχία όλων ήταν απερίγραπτη! Το ίδιο βράδυ ο Βασιλιάς αποκάλυψε στη Βασίλισσα όλα όσα είχε πει ο σοφός γέροντας. Η Βασίλισσα συμφώνησε να γίνουν όλα έτσι όπως τους είπε.
Την επόμενη μέρα ζήτησε να δει το γέροντα αλλά ο υπασπιστής που έστειλε γύρισε τρέχοντας και με δάκρυα στα μάτια της είπε πως «ο σοφός δεν ξύπνησε και ξεκίνησε για το μακρυνό αιώνιο ταξίδι».
«Την μια μέρα χαρά, την επομένη λύπη», είπε βουρκωμένος ο Βασιλιάς.
Αμέσως έδωσε εντολή να γίνουν τα απαραίτητα και να βάλουν λευκές και κόκκινες κορδέλες παντού και να του φορέσουν λευκά και κόκκινα ρούχα, ως ένδειξη Τιμής στο νεκρό φίλο τους. Βλέπετε, τα χρώματα αυτά ήταν μόνο για όσους είχαν βασιλικό αίμα και μια τέτοια πράξη έδειχνε πόσο πολύ τον θεωρούσαν μέλος της βασιλικής οικογένειας.
Ένας χρόνος πέρασε και σε λίγες μέρες θα έρχονταν τα πρώτα γεννέθλια της πριγκιποπούλας! Οι γονείς της, που έπρεπε να τηρήσουν ότι υποσχέθηκαν, έδωσαν εντολή να ετοιμαστούν τα μεταξωτά ρούχα της και να βάλουν κορδελάκια στις μπούκλες της την μέρα των γεννεθλίων της. Και να βγούνε τελάληδες παντού, να μάθει ο κόσμος, να έρθει να δει ψηλά στο μπαλκόνι τη πριγκίπισσα! Έτσι κι έγινε. Κόσμος ήρθε από παντού με μια προσμονή. Να δουν τη βασιλοπούλα για πρώτη φορά, έστω κι από μακριά.
Στα γεννέθλιά της όμως ξημέρωσε μια βροχερή μέρα. Οι γιατροί φοβήθηκαν και δεν την άφηναν να βγει στο μπαλκόνι από φόβο μην τυχόν και κρυολογήσει. «Τι θα κάνουμε;» ρώτησε αναστατωμένη η Βασίλισσα. Ο Βασιλιάς την καθησύχασε θυμίζοντάς της τα λόγια του σοφού, «το μήνα των γεννεθλίων της κάποιες μέρες».
Το μεσημέρι η βροχή σταμάτησε. Κι αργότερα, την ώρα του φαγητού, άρχισε να βγαίνει δειλά ο ήλιος. Σε μια ώρα τα σύννεφα φύγανε μακριά κι έκανε τόση ζέστη που ο Βασιλιάς δεν δίστασε. «Την πριγκίπισσα στο μπαλκόνι» πρόσταξε!
Αμέσως, οι γκουβερνάντες της, την στόλισαν και της έφτιαξαν όμορφα κοτσιδάκια με λευκές και κόκκινες κορδέλες.
Οι σαλπιγκτές έδωσαν το σύνθημα κι ο κόσμος μαζεύτηκε κάτω από το παλάτι. Οι πόρτες άνοιξαν και το βασιλικό ζεύγος με τη βασιλοπούλα αγκαλιά εμφανίστηκαν ντυμένοι στα λευκά και στα κόκκινα. Τα «ζήτω» και τα «μπράβο» αντηχούσαν παντού! Η μικρή χαμογελούσε και έμοιαζε να απολαμβάνει ότι γινόταν.
Η Βασίλισσα όμως γρήγορα, ένοιωσε τον ήλιο να καίει και σκούντησε τον Βασιλιά, που είχε κι αυτός ιδρώσει, να αποσυρθούν μην πάθει κανένα έγκαυμα η μοναχοκόρη τους. Μα κι όλοι όσοι ήταν εκείνη τη μέρα εκεί ένοιωθαν άβολα από τον απρόσμενα καυτό ήλιο αλλά λόγω της γιορτής δεν μίλαγαν.
Τη στιγμή όμως που η Βασίλισσα πήγε να πάρει από τα χέρια του Βασιλιά την κόρη της, αυτή παρολίγο να της πέσει! Ήταν ένα μικρό, ευτυχώς, γλύστρημα των χεριών από τα μεταξωτά ρουχαλάκια της. Τρομάξανε κι οι δυό τους αλλά όλα καλά! Εκτός από κάτι που κανείς δεν περίμενε!
Στο τράνταγμα, λύθηκε ένα κοτσιδάκι από τα μαλλάκια της βασιλοπούλας και οι κορδέλες έπεσαν από το μπαλκόνι κάτω στο πλήθος. Ήταν η πρώτη φορά που δυό τόσες δα μικρές κορδελίτσες, μια λευκή και μια κόκκινη, «χαρίζονταν» άθελα στο λαό.
Ο Βασιλιάς, που θεώρησε ότι ήταν σημάδι, έδωσε εντολή στα γεννέθλια της πριγκίπισσας, 1η Μαρτίου, να βάζει ο λαός πάνω του μια λευκή και μια κόκκινη κορδέλλα και να τη βαστάει όλο αυτό το μήνα.
Κι από τότε, όλοι στο βασίλειο, βάζουν πάνω τους μια λευκή και μια κόκκινη κορδελίτσα ή κλωστή, κάθε Μάρτιο. Κι ο σοφός γέροντας χαμογελάει από μακριά λες και έτσι ήθελε να γίνει.
Η πριγκίπισσα μεγάλωσε, έκανε δική της οικογένεια κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
*Διαβάστε το παραμύθι του Γιώργου Κατσάμπα στο προσωπικό του ιστολόγιο limaniotis.blogspot.gr