του Χρήστου Χωμενίδη
αναδημοσίευση από protagon.gr
Ποιος δεν θα ήθελε να έχει θείο τον θείο Νώντα; Βίος και πολιτεία από κάθε άποψη!
Μπασκετμπολίστας, στα τσικό της ΑΕΚ, στα δεκαπέντε του, στην πρώτη ηρωική περίοδο του αθλήματος, τότε που μεσουρανούσαν ο Τρόντζος και ο Αμερικάνος. Σημαιοφόρος στο «Βέλος» στα εικοσιτρία του, από εκείνους που συμμετείχαν στο Κίνημα του Ναυτικού εναντίον της Χούντας. Πολιτικός εξόριστος και πλέη μπόυ παράλληλα στη Ρώμη των ’70ς. Με την Μεταπολίτευση δεν βιάστηκε να επαναπατρισθεί. Είχε τις κόρες του –τις δίδυμες- μωρά και προτιμούσε να τις βγάζει βόλτα στη Βίλλα Μποργκέζε, παρά στο Ζάππειο. Το 1980 χώρισε και επέστρεψε στην Αθήνα. Άσκησε από τότε πλήθος επαγγέλματα. Πλούτισε και φαλίρισε, τεμπέλιασε κι έλιωσε στη δουλειά, γλέντησε και πένθησε… Σήμερα, εξηντάρης πλέον κι εργένης κοτσονάτος ύστερα από τρεις γάμους, διατηρεί ποδηλατάδικο στην Τρίτης Σεπτεμβρίου. Οι ποδηλάτες στην Αθήνα πληθαίνουν μέρα με τη μέρα κι ο θείος Νώντας είναι πάντα στη διάθεση τους, με φόρμα εργατική, να περιφέρεται ανάμεσα σε σαμπρέλες και ακτίνες, να υπενθυμίζει διαρκώς πως το καλό ποδήλατο ζει όσο και το άλογο –είκοσι χρόνια και βάλε- και όποιος αγοράζει κάθε τόσο καινούργιο, είναι απλώς φλώρος… «Οι καταναλωτές να ξαναγίνουν μάστορες! Μόνο έτσι θα συνέλθουμε!» μού επαναλαμβάνει όποτε περνάω από το μαγαζί του. Ο ίδιος δεν μού τηλεφωνάει ποτέ –δεν έχει καν κινητό- «ξέρουν όλοι πού θα με βρουν… πιστεύω, έτσι κι αλλιώς, στις τυχαίες συναντήσεις…» Χθες έκανε ωστόσο την εξαίρεση: «Ανηψιέ!» με διέταξε με τη σπηλαιώδη του φωνή. «Έλα αμέσως εδώ!» Αφού με καθησύχασε πως δεν είχε πεθάνει κανείς, μού το’κλεισε στα μούτρα.
«Τι μαθαίνω, ανηψιέ;» με άρπαξε από τους γιακάδες μόλις μπήκα στο ποδηλατάδικο. «Θα γίνεις διευθυντής της τηλεόρασης;»
«Όχι βέβαια!» έβαλα τα γέλια.
Ο θείος Νώντας όμως δεν γελούσε καθόλου. «Αφού το ακούω από εκατό μεριές. Ακούω να σε βρίζουν από εκατό μεριές! Τρελάθηκες, ανηψιέ; Θα πας να μπλέξεις με τα σκατά; Τι λόγο έχεις;»
«Κανένα πρακτικό λόγο δεν έχω, πράγματι…», παραδέχθηκα. «Δεν μού πρότειναν εξάλλου να γίνω διευθυντής. Σε ένα ανεξάρτητο συμβούλιο μού ζήτησαν να συμμετάσχω. Στο συμβούλιο που θα αποφασίσει σχετικά με τη φυσιογνωμία και με το πρόγραμμα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.»
«Ακόμα χειρότερα! Ούτε κουμάντο καν δεν θα κάνεις… Μα τι σε τσίμπησε και δέχθηκες; Για τα λεφτά; Αφού βολεύεσαι αξιοπρεπώς με όσα βγάζεις. Κι άμα τραβάς οικονομικό ζόρι, ο θείος σου είναι εδώ!»
«Δεν δέχθηκα ακόμα. Όσο για λεφτά, στ’ορκίζομαι ότι δεν έχω ιδέα εάν θα υπάρχουν και πόσα θα’ναι…»
«Τότε;»
«Εσύ δεν θα το έβρισκες πρόκληση να συνδιαμορφώσεις από την αρχή το ραδιόφωνο και την τηλεόραση;»
«Ποιος σού το πρότεινε;» με κοίταξε δύσπιστα.
«Η ερώτησή σου» τού απάντησα «θα είχε σημασία, εάν πίστευες ότι έχουμε δικτατορία. Ή ξένη κατοχή…»
«Όχι, δεν έχουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έχω ζήσει τη Χούντα, ξέρω στο πετσί μου πώς είναι. Σήμερα έχουμε εκλεγμένη κυβέρνηση. Άγαρμπη έστω, άδικη πιθανόν, μα πάντως εκλεγμένη. Και ας αποτελείται από ανθρώπους οι οποίοι προσπαθούν να συμμαζέψουν το μπουρδέλο που οι ίδιοι επί δεκαετίες δημιουργούσαν… Προσπαθούν ειλικρινά άραγε;» αναρωτήθηκε. «Στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης να διαθέτουν, πρέπει να προσπαθούν. Κουκούτσι μυαλό να “χουν, πρέπει να ξέρουν πως εάν τα θαλασσώσουν και πάλι, δεν πρόκειται να τους δοθεί επόμενη ευκαιρία. Θα τους φάει η μαρμάγκα. Δεν θα τολμούν ούτε να κυκλοφορήσουν στο δρόμο. Γιατί να συνδεθείς μαζί τους, ανηψούλη; Εσύ βιβλία γράφεις και περνάς μια χαρά. Σε τόσες γλώσσες που έχεις μεταφραστεί, θα έπρεπε να βρίσκεσαι σε διαρκή τουρνέ στο εξωτερικό, να χτυπάς τη μια υποτροφία μετά την άλλη… Εγώ, στη θέση σου, έτσι θα ζούσα.»
«Δίκιο έχεις, θείε Νώντα. Εάν μεριμνούσα για την πάρτη μου, θα είχα εδώ και τρία χρόνια προσχωρήσει στους αγανακτισμένους. Και ξοφλημένοι ακόμα καλλιτέχνες σηκώσανε τα κόκκινα και τα μαύρα φλάμπουρα και είδαν άσπρη μέρα… Ή θα είχα κρατηθεί επιμελώς στην απέξω – “μη μου τους κύκλους τάραττε, εγώ ασχολούμαι μόνο με την έμπνευση μου” θα έλεγα. Και τότε δεν θα με έβριζε κανείς…»
«Αφού σε τρώει ο κώλος σου!»
«Κι εσένα σε έτρωγε στο “Βέλος”…»
«Ήμουν εικοσιπέντε χρόνια νεότερος από ό,τι εσύ. Μόλις συνειδητοποίησα πως από τις 24 Ιουλίου του ’74, το “αντιστασιακός” έγινε επάγγελμα, ξέκοψα οριστικά. Εγώ ούτε πολιτική καριέρα ονειρευόμουν, ούτε άλλοθι θα καταντούσα για την καριέρα κανενός…»
«Παρομοίως, θείε Νώντα! Μόλις τυχόν αντιληφθώ πως με θέλουν ως άλλοθι, θα παραιτηθώ και θα τους καταγγείλω. Το έχω ξανακάνει…»
«Γιατί όμως να μπλέξεις σε όλο αυτό;»
«Ίσως επειδή θέλω να διαφυλαχθεί το αρχείο της ΕΡΤ, που πολλοί λιγουρεύονται να διαμοιράσουν τα ιμάτια του; Ίσως επειδή θέλω να διατηρηθούν τα Μουσικά Σύνολα και το Τρίτο Πρόγραμμα; Ίσως για να εξακολουθήσει η δημόσια ραδιοτηλεόραση να υποστηρίζει τον ελληνικό κινηματογράφο; Και να προβάλλει εκπομπές σαν το “Παρασκήνιο” και σαν τον “Εξάντα”; Ίσως για να προσληφθεί το προσωπικό της με διαφανείς διαδικασίες και αξιοκρατικά κριτήρια και να μην διορίζει κάθε κόμμα τους δικούς του σε ποσόστωση;»
Είχα πάρει φόρα. Ο θείος Νώντας με παρακολουθούσε μασουλώντας το μουστάκι του.
«Έχεις πλάνα, διαπιστώνω, ανηψιέ…» μού είπε, όχι ειρωνικά μα με θυμόσοφη επιείκεια.
«Όλοι έχουν πλάνα. Κάποιοι σχεδιάζουν –υποθέτω- να μετατρέψουν και την καινούργια δημόσια ραδιοτηλεόραση σε προπαγανδιστικό εργαλείο για αυτήν την κυβέρνηση, ασφαλώς δε και για τις επόμενες…»
«Κι εσύ θα τους τα χαλάσεις; Κούνια που σε κούναγε!»
«Έτσι και δεν τα καταφέρω –στο επαναλαμβάνω- θα παραιτηθώ.»
«Όποιος βάζει τα χέρια του στη φωτιά, καίγεται.»
«Ας βγάλεις κανένα κάστανο από τη φωτιά και ας καείς…»
«Χαρά στο κουράγιο σου… Εγώ πάντως εάν σε άκουγα να τα ξεφουρνίζεις όλα αυτά, δεν θα σε ενέκρινα για τέτοια θέση…»
«Λες να μάς ακούν κάποιοι από καμιά μεριά και να το κάνουν; Κοντός ψαλμός…».