Έκλεισα τα μάτια και μπήκα στο σκοτεινό δωμάτιο. Κοκάλωσα, πήρα μια βαθιά ανάσα. Η απότομη μετάβαση στην κατάσταση της μη-όρασης μου δημιούργησε μια ανεξέλεγκτη ταραχή. Φοβόμουν, στεκόμουν ακίνητος σαν άγαλμα. Άγνωστες απειλές υψώθηκαν στον αέρα, με μύριζαν σαν όρνια έτοιμες να με κατασπαράξουν. Παρά τη σιγουριά που ένιωθα επειδή πατούσα σε στέρεο έδαφος, το επόμενο βήμα φάνταζε σαν βουτιά στο κενό. Κάθε μου απόπειρα να ξεκινήσω εμποδιζόταν από την αβεβαιότητα. Με το δεξί χέρι έπιασα το σχοινί που λειτουργούσε σαν οδηγός. Η παλάμη ολοένα και ίδρωνε στην προσπάθειά της να γραπωθεί από το μοναδικό σωσίβιό της. Άμα έχεις δει έστω και μια φορά, είναι αδύνατον να εξοικειωθείς με το σκοτάδι.
Στο πρώτο πεντάλεπτο είχα ήδη κουραστεί. Ζήτημα αν είχα περπατήσει δύο μέτρα. Όποτε σήκωνα το πόδι αρνιόμουν έπειτα να το κατεβάσω. Η δυσκολία μού προκάλεσε δύσπνοια και ταχυπαλμία. Το να παλεύεις ανά πάσα στιγμή με τον φόβο είναι εξουθενωτικό. Τα τρομαγμένα βήματά μου με έφεραν μπροστά στο πρώτο έκθεμα. Κατάλαβα πότε έπρεπε να σταματήσω γιατί το σκοινί στο συγκεκριμένο σημείο είχε έναν χοντρό κόμπο. Άπλωσα με δισταγμό τα χέρια. Δεν ήξερα καν σε τι απόσταση θα άγγιζα το αντικείμενο. Αργά, σχολαστικά, με την αγωνία να ξεπεράσω τη δυσπιστία για την πραγματικότητα που δεν έβλεπα, ψηλαφούσα ένα πλαστικό πράγμα με καμπύλες. Ήταν η Barbie!
Την παραπάνω εμπειρία μπορούν να ζήσουν οι επισκέπτες του Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Σόφια, το οποίο παλιότερα χρησιμοποιούταν ως στρατιωτική εγκατάσταση. Το κτίριο, που ανακαινίστηκε πρόσφατα με χρήματα κυρίως από τη Νορβηγία (97%), φιλοξενεί μέχρι τις 22 Σεπτέμβρη την έκθεση φωτογραφίας του Βούλγαρου καλλιτέχνη Alberto Staykov. Με το που μπήκαμε στο μουσείο, η υπεύθυνη που μας έκοψε τα εισιτήρια (1,5 ευρώ-3 λέβα) μας ενημέρωσε ότι θα μας ξεναγήσει η νεαρή Ραϊάνα. Η εικοσιεξάχρονη κοπέλα τυφλώθηκε απρόσμενα στα δεκαοχτώ της, όπως μας εξήγησε σε σπαστά αγγλικά, και τον τελευταίο ενάμιση χρόνο εργάζεται ως ξεναγός στο μουσείο.
Μου έπιασε το χέρι, πρότεινε το μπαστούνι, ανεβήκαμε με προσοχή τις σκάλες κι αμέσως άρχισε η ξενάγηση. Στεκόταν μπροστά από κάθε έκθεμα, περίπου δεκαπέντε ήταν στον αριθμό, διάβαζε με τη μέθοδο Μπράιγ κι ύστερα προσπαθούσε να μεταφράσει στα αγγλικά. Στο τέλος, μας οδήγησε σε μια πελώρια μαύρη κουρτίνα και μας προέτρεψε να μπούμε μέσα. «Θα νιώσετε όπως εγώ», είπε και τράβηξε με καλοσύνη τα μαύρα πανιά. Ήταν η οικοδεσπότης μας στον γνώριμο για κείνη κόσμο του σκότους. Έτσι συνέβη μια μέρα στη ζωή της. Ξαφνικά, εκεί που έβλεπε, χάθηκαν τα πάντα. Τόσο απλά, όσο το τράβηγμα μιας κουρτίνας. Επανερχόμενος στον κόσμο του φωτός, δεν αισθάνθηκα τυχερός, αλλά οργισμένος. Οργισμένος που μερικές φορές ξεχνάω να απολαμβάνω τη ζωή με την έκσταση ενός τυφλού κι εγκλωβίζομαι σε δωμάτια με μαύρες κουρτίνες.
*Το άρθρο του Γιάννη Παπαδημητρίου δημοσιεύτηκε στις 4-9-2013 στο protagon.gr