Δεν θεωρώ τον εαυτό μου τον πιο αντικειμενικό κριτή, γιατί με το πού θα ακούσω πόνο, περνώ σε άλλη διάσταση. Ζέτα και Μιχάλης δυο καταπληκτικοί επήλυδες, γιατί κουβαλούν μιαν άλλη Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Μαζεύοντας τα απομεινάρια της δύσκολης πραγματικά ζωής τους, μετά από 13 απανωτές εγχειρήσεις για να ξορκίσουν τον καρκίνο, έστησαν το σπιτικό τους σε μια γωνιά των Πιτσιναιίκων, μακριά από τον πολιτισμό μας. Απόθεσαν τις ελπίδες τους για ζωή στη μάνα φύση, παρέα με δυό αδέσποτα και τρείς γάτες.
Απλά για να αισθάνονται συντροφιά στο ξερακιανό βουνό και τα γέρικα πλατάνια, που διψάνε για άνοιξη. Εκεί ύφαναν τα όνειρά τους, χρησιμοποίησαν τα αποθέματα της ψυχής τους –εκτός των οικονομιών τους-, όργωσαν την γή την ημέρωσαν, εκεί ξαναγέλασαν, ξαναερωτεύτηκαν, έκαναν φίλους, νόμιζαν ότι ζούν δίπλα στην Άρτεμη και τις Νηρηίδες.
Πάντα πίστευα ότι η ζήλια και ο φθόνος ήταν προϊόντα ανθρώπινα, αλλά λάθεψα. Εκεί που η φύση ακουμπούσε το γαλήνεμα της τρομαγμένης ψυχής τους, αναίτια ζήλεψε ο Εγκέλαδος. Το χώμα άρχισε να σηκώνεται, να μουγκρίζει και να κυλάει τον κατήφορο, σπάζοντας, καταστρέφοντας, λεηλατώντας. Διέλυσε με μιάς το όνειρο, διώχνοντας τους βέβηλους εραστές του τοπίου.
–Καλά δεν το ξέρατε; -Που αγοράσατε και σείς σπίτι; -Ας προσέχατε. -Δεν έχουμε τη δυνατότητα να σας βοηθήσουμε, γιατί, γιατί…. γιατί είστε επήλυδες. Αυτά είπαν και εξακολουθούν να λένε άνθρωποι που τους γέννησε η ίδια γή, που γίναν άρχοντες και βρέθηκαν στα ηνία του Δήμου, η θλιβερή μας ηγεσία, κλονισμένοι από φοβίες και από μάταιες ψευδαισθήσεις. Τους φόρτωσαν με ενοχές, ατέλειωτα ψέματα και υποσχέσεις. Δυστυχώς οι απαντήσεις τους είναι απάντηση ολονών μας. Ύστερα σηκώνεις τους ώμους και μπαίνεις πιο βαθειά στον καναπέ, αγκαλιά με τη μωρία σου. Σιγά μην συμβεί σε σένα…
Κάποτε κουράζονται οι άνθρωποι, κουράζονται να μένουν μόνοι. Στη Ναύπακτο του χτές, όταν σκόνταφτε κάποιος τρέχαμε να του δώσουμε ένα χέρι, μια αγκαλιά, λίγο ψωμί από το υστέρημα, ένα του πούμε ένα καλό λόγο, να του ζεστάνουμε τη καρδιά, ώσπου να τελειώσει η Ταντάλεια καταδίκη. Αυτό το χέρι… που σ’ αρπάζει τη τελευταία στιγμή από τα νερά του σκοτεινού Αχέροντα, δεν έχει χρώμα, καταγωγή, ηλικία, παρά βαθειά ψυχή. Αλλά τι βλακείες γράφω τώρα. Εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν.
Η Ζέτα κι ο Μιχάλης ακόμα περιμένουν μές το πέλαγος.