mitsouΜε αφορμή την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια», ο Ανδρέας Μήτσου βρέθηκε στη Ναύπακτο πριν από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στο Adagio II όπου είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με το κοινό για το έργο του και όχι μόνο. Στο πλαίσιο της παρουσίασης αυτής, ο Ανδρέας Μήτσου παραχώρησε συνέντευξη στη φιλόλογο Λένα Αναγνωστοπούλου.

 

Ένα πρώτο ερώτημα που σκαφτόμαστε σχεδόν όλοι όταν έχουμε την ευκαιρία να μιλάμε με συγγραφείς είναι το πώς ακολούθησαν αυτό το δρόμο; Πώς γίνατε λοιπόν συγγραφέας;

Μια αφορμή για να εκδώσω το πρώτο μου βιβλίο (1982) υπήρξε η εισβολή της Κίνας (της κόκκινης!) στο (θρυλικό) Βιετνάμ. Τώρα, όπως θα έλεγε κι ο Σαββόπουλος «…πού να σου εξηγώ….». Άμα είσαι Μαοϊκός και γίνεται εισβολή στο σύμβολο της ιδεολογίας σου, από τη «μητριά πατρίδα», καταρρέει με γδούπο κούφιο και τ’ όνειρο. Δεύτερος και σπουδαιότερος λόγος η όλως αδικαιολόγητη, όσο και αφύσικη (!) εγκατάλειψή μου από γυναίκα που δεν διανοήθηκα, δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου, η πιθανότητα πως θα μπορούσε ποτέ να μ’ εγκαταλείψει. Τα αδιανόητα, δηλαδή, μας σπρώχνουν άρον άρον στη διαχείρισή τους. Αυτό είναι η γραφή για μένα. Ο τρίτος λόγος, επίσης, από μόνος του φτάνει για να γίνει κανείς συγγραφέας. Τον τρίτο λόγο δεν τον ονοματίζουμε, για να μπορεί να τον υποθέσει κανείς, κατά βούλησιν. «Τα όνειρά σου μην τα πεις, γιατί μια νύχτα κρύα, μπορεί και οι Φροϋδιστές να βγουν στην εξουσία» προειδοποιεί ο Σαββόπουλος, μιας και τον θυμήθηκα. Εξάλλου, μια και μόνον αιτία είναι αρκετή για τον καθένα να στραφεί προς εαυτόν. Σε ενδότερα τοπία.
Τώρα, ο Θεός κι η ψυχή μου αν απαντώ αλήθεια ή ψέματα στην ερώτησή σας. Πιο συνετό θα ήταν ν’ απαντήσω «Δεν ξέρω». Όμως τα ψέματα, καταξιώνουν όποιον τα επικαλείται, εφόσον πείθουν. Και πείθουν όσο το υποκείμενο του ψεύδους δεν έχει εκπέσει. Άμα ο ίδιος απαξιωθεί στη συνείδηση του άλλου, τότε και τα λόγια του εκπίπτουν, τότε, ονομάζονται ψέματα κι αυτός ψεύτης. Όσο τον αγαπάμε, είναι ζεστές κι απόλυτες αλήθειες.

 

Από πού αντλείτε τα θέματά σας και πώς επιλέγετε τους ήρωές σας;

Τα βιώματά μου συστέλλονται και διαστέλλονται, αλλάζουν μεγέθη εν σχέσει με το χρόνο και την απόσταση. Μεταμορφώνονται. Αυτή τη μεταμόρφωση αναπαριστώ και αποτυπώνω. Οι ήρωες έρχονται από μόνοι τους, σαν στενοί συγγενείς, χρόνια ξενιτεμένοι. Ζητούν φιλοξενία από μένα και καταφυγή. Γιατί είναι καταδιωγμένοι , «στους ξένους τόπους». Παρέχω λοιπόν φιλοξενία στους κυνηγημένους ήρωες, που για χατήρι μου και μόνο διώκονται.

 

«Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»: έτσι καλωσόρισε ο Κωστής Παλαμάς το Γιάννη Ρίτσο όταν πρωτοεμφανίστηκε στη Νεοελληνική ποίηση. Ποια υποδοχή σάς επιφύλαξαν καταξιωμένοι πριν από σας λογοτέχνες;

Έτυχα «καλής υποδοχής». Γράφτηκαν και γράφονται θετικά κι ενθουσιώδη κείμενα. «Κάνω κενές χειρονομίες ανάμεσα στις μοναξιές» λέει ο Μαλαρμέ. Κι ένα χειροκρότημα, ένας καλός λόγος, τι ψυχή έχει; Άλλο κέρδος δεν αποφέρει η γραφή, πέρα από μια βαθύτερη βίωση και συνείδηση, πιθανώς , του «εγώ». Μετά και οι κρίνοντες κρίνονται. Και το άλλο, πως ο χρόνος είναι ο τελικός κριτής, αυτό κι αν είναι ψέμα. Ο χρόνος αιμοβόρος μάς δικάζει καθημερινά. Το αύριο ταξινομεί με τους αισθητικούς όρους της μελλοντικής κοινωνικής εξουσίας.

 

Ποια –κατά τη γνώμη σας- ουσιαστικά κριτήρια καταξιώνουν έναν λογοτέχνη στο χώρο των ομοτέχνων του;

Αυτό έχει να κάνει με θέματα ιδεολογίας, κοινωνικής λογικής- ηθικής και αισθητικής παιδείας. Ανάλογα από ποιον καταξιώνεσαι, πιστοποιείται η αξία σου. Πάντως θέλουν τον καλλιτέχνη -οι εξουσίες- να διατυπώνει κοινωνικές θεωρήσεις, πράγμα που δεν συνάδει με το ρόλο του. Η γραφή δεν διδάσκει, δεν νουθετεί, δεν υποδεικνύει το σωστό. Λειτουργεί μόνο με τον υπαινιγμό και τη σιωπή. Και απλώς εξαπατά και παρηγορεί (όσο εξαπατά). Στην καλύτερη περίπτωση αποπλανεί. Η γραφή δεν λέει, «είναι».

 

Κατά το Ν. Καζαντζάκη ο συγγραφέας «είναι ο σεισμογράφος της εποχής του». Μετά από τόσα χρόνια ενδοσκόπησης και παρατήρησης «του άλλου» θα συμφωνούσατε με την άποψη αυτή;

Όχι. Είναι ο σεισμογράφος του εαυτού του. Καταγράφει μόνο τον εσώτερο, προσωπικό σεισμό. Την δική του ταραχή. Αν είναι αυθεντική και γνήσια η αποτύπωσή της-κι αυτό δεν έχει να κάνει με τις προθέσεις του δημιουργού- τότε αποδίδει και μια εποχή, υπό την έννοια ότι εκθέτει την αλήθεια και ιδιαιτερότητα έστω και ενός μόνο προσώπου, μιας μοναδικής ύπαρξης. Κι αυτό φτάνει. Θεωρώ, ωστόσο, πως οι ιδέες σκοτώνουν τη γραφή, ότι αποτελούν εμβόλιμα, ξένα σώματα, νεκρά, σ’ έναν ζωντανό οργανισμό.

 

Για τον υποψιασμένο συγγραφέα η στιγμή που αρχίζει να γράφει μοιάζει μαγική. Μυήστε μας στη διαδικασία της γραφής.

Για όποιον μπορεί «να δει» το θαύμα και τη μαγεία, μια στιγμή ουσιαστική, είναι αφ’ εαυτής μαγική. Η γραφή δεν έχει κάποια ανώτερη εμβέλεια ή θεία χάρη, από μιαν άλλη έκφραση που κάποιος προσλαμβάνει ως ποιητική. «Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια» λέει ο ποιητής. Τι βλέπει; Άγνωστο. Ίσως το ίδιο εκείνο βλέπει κι ένας άλλος στη στιγμή του οίστρου του. Υπάρχει μια αντιπαθητική εξιδανίκευση της επώνυμης καλλιτεχνικής έκφρασης. Όμως αυτή ορίζεται και υποστασιοποιείται, ως τέτοια από τον δέκτη της. Άμα εγώ εξημερώνω το θηρίο και γλυκάνω μέσα μου, την ονομάζω τη στιγμή μαγική. Τώρα, τι καταγράφω με το μολύβι, ή πώς τον τραγούδαγε ο πατέρας μου τον καημό του, καλύτερα από μένα, αυτό είναι μεγάλη συζήτηση. Και πού, σε ποιον αποτυπώνεται το «ποίημα»; Ποιος το αναγνωρίζει δηλαδή; Ο Καντ θα έλεγε : αναγνωρίζουμε μόνο εκείνο το οποίο ήδη γνωρίζουμε.

 

Έχετε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1996 και το βραβείο Γραμμάτων (Ουράνη) της Ακαδημίας Αθηνών το 2002, ενώ η νουβέλα σας «Ο κος Επισκοπάκης», έλαβε το βραβείο Αναγνωστών. Ποια είναι η αξία ενός βραβείου για σας;

Καλά είναι τα χειροκροτήματα για τον καλλιτέχνη και τα βραβεία. Όποιοι λένε πως δεν τα καταδέχονται, λένε ψέματα. Αλλιώς δεν θα εκδίδονταν. Η αμφισημία περιλαμβάνει και τα βιβλία. Αν και για να μην καταδεχτείς κάτι, πρέπει πρώτα να σου το προσφέρουν. Πάντως τα βραβεία είναι ανάλογης αξίας με εκείνους που βραβεύουν (με τα πρόσωπα εννοώ). Πολλοί, ωστόσο, δημιουργοί βραβεύονται με διαφορετικά έπαθλα, μεγαλύτερης αξίας. Από εκείνους που αγαπάνε. Σε κάθε περίπτωση η αξία των επιβραβεύσεων φαίνεται άμα κατακάτσει η σκόνη, ο κουρνιαχτός. Το καλό βιβλίο το βοηθούν, το κακό το εξευτελίζουν περισσότερο.

 

Τα περισσότερα καλοκαίρια των τελευταίων χρόνων τα περνάτε στο Ευπάλιο. Ποια είναι η σχέση σας με το Ευπάλιο και την ευρύτερη περιοχή;

Αγαπώ την περιοχή όπου επί 25 χρόνια ζω ιδίως τα καλοκαίρια. Μάλιστα ο τόπος αυτός αποτελεί το σκηνικό του μυθιστορήματός μου «Ο αγαπημένος των μελισσών», όπως και πολλών διηγημάτων μου. « Ο άρχοντας» είναι ένα διήγημά μου από την συλλογή «Γέλια», εμπνευσμένο από μια φωτογραφία Ευπαλιωτών.
Είναι ένας τόπος δροσερός και διαυγής. Συνδυάζει την ομορφιά του τοπίου με τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα των κατοίκων. Εγώ τουλάχιστο εκεί συναντώ συχνά τον εαυτό μου ». Η πρώτη μου δε εντύπωση για τον τόπο και τους ανθρώπους ήταν η εξής:« Μου θύμισε παλιούς, οικείους μου ανθρώπους, με γλύκαναν οι όμορφες θάλασσες». Όσον αφορά σε συγκεκριμένους τόπους, αυτοί αναδεικνύονται ως «νόστιμοι», δηλαδή ικανοί να σου προκαλέσουν ευχάριστη διάθεση ή να ανακαλέσουν ευχάριστες αναμνήσεις, ανάλογα με τη βίωσή σου και την εμπειρία σου. Παρόμοιο βίωμα στο συγκεκριμένο χώρο, υπάρχει σ’ ένα σχετικό διήγημά μου με κάποιο μοναχικό γέρο άνθρωπο, που περνώ βόλτα έξω απ’ το σπίτι του κάθε δειλινό και τραγουδά μόνιμα τη «Διαμαντούλα».
Όσο κατακτάς έναν τόπο, τόσο γίνεται το σκηνικό της βαθύτερης πραγματικότητάς σου. Μετά, οι ήρωες και τα συμβάντα προκύπτουν εύκολα, σε στοιχειώνουν, παίζουν μαζί σου και σε αναγελούν.. «Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω », έλεγε ο Αρχιμήδης, δηλαδή, «Βρες μου τόπο να σταθώ και θα σου κινήσω τον κόσμο όλο».

 

 

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ναυπακτία Press» στις 18/7/2014.

 

Share on Facebook5Tweet about this on Twitter0Share on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.