Μία από τις κορυφαίες φωνές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, η συγγραφέας Μάρω Δούκα, συμπληρώνει φέτος σαράντα χρόνια παρουσίας στην πεζογραφία. Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της «Έλα να πούμε ψέμματα» στη Ναύπακτο και το Adagio II το προσεχές Σάββατο, μιλά στο LepantoMag.gr και την Έμυ Παπαδούλα για το έργο της, σχολιάζει τη στάση που τηρούν οι άνθρωποι του πνεύματος, ενώ θυμάται στιγμές που έχει μοιραστεί με μαθητές στο πλαίσιο των επισκέψεων που πραγματοποιεί σε σχολεία όλης της χώρας.

Για την ίδια, μαγιά του έργου της αποτελεί η Ιστορία και δηλώνει πως το σημαντικό είναι «όχι μόνο να τη γνωρίζουμε αλλά και να είμαστε σε θέση να συνομιλούμε μαζί της, να τη «σκεφτόμαστε» χωρίς φτιασίδια, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και κολακείες…», προσθέτει δε πως απαλλαγμένη από στρεβλώσεις «θα μπορούσε ίσως να μας βοηθήσει να αξιολογήσουμε αλλιώς τα παθήματα του σήμερα και να διδαχτούμε απ’ αυτά».

 

Τρία βιβλία σας: «Αθώοι και φταίχτες», «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» και το τελευταίο «Έλα να πούμε ψέματα» φέρουν έναν κοινό υπότιτλο: «Στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας». Τι επιθυμείτε να υπογραμμίσετε με τον υπότιτλο αυτό και ποια είναι η συνισταμένη των τριών αυτών έργων σας;

Συνισταμένη και των τριών βιβλίων είναι τα Χανιά, ως πάσχουσα λογοτεχνική περσόνα, με όλα τα στρώματα-τραύματα-σημάδια του πολιτισμού, το ένα μέσα και πάνω στο άλλο, κατά μήκος όλου του χρόνου. Και οι άνθρωποι, πρωτίστως οι άνθρωποι. Με τον δικό του μύθο ο καθένας, τη δική του ματιά, τις δικές του αποσκευές στη δίνη της ιστορίας. Και μύθος εδώ, άμεσα συνδεόμενος με τον προφορικό λόγο, σημαίνει κυρίως τη συνένωση-συμπλοκή του πραγματικού με το φανταστικό, της συλλογικής Ιστορίας με την ατομικότητα.

 

Υπάρχει κάποια βαθύτερη αιτία, ή αν θέλετε καλύτερα επιθυμία, που σας οδήγησε να συγγράψετε το «Έλα να πούμε ψέματα»;

Ξεκινώντας να γράφω το πρώτο της τριλογίας, το «Αθώοι και φταίχτες», προχωρούσα από το σήμερα προς το χθες, «ανοίγοντας» τον δρόμο της αφήγησης μέσα από τα ημιφωτισμένα ή και τα εντελώς συσκοτισμένα δρομάκια της Ιστορίας. Μάθαινα για την ιδιαίτερη πατρίδα μου τα Χανιά γεγονότα που δεν γνώριζα, κι όσο μάθαινα, τόσο αισθανόμουν ότι ο δρόμος που είχα επιλέξει να περπατήσω θα είναι μακρύς. Έτσι, προκειμένου να φωτίσω την αγγλογερμανική κατοχή στην πόλη, προτού καν τελειώσω το «Αθώοι και φταίχτες», κρατούσα σημειώσεις για «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», και ενώ έγραφα «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», είχε ανακύψει επίμονη μέσα μου η ανάγκη της μυθοπλαστικής αποτύπωσης του εμφυλίου στο νησί για τον οποίο, όταν ήμουν μικρή, άκουγα μόνο κάτι ψιθύρους για τους ληστοσυμμορίτες… που θα μας έπαιρναν, αν νικούσαν, το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα… Βαθύτερη αιτία, λοιπόν, του «Έλα να πούμε ψέματα», με το βλέμμα προσηλωμένο πάντα στο παρόν, ήταν η ανάπλαση, μέσα από την οπτική ενός άσημου επονίτη-αντάρτη, της δραματικής εκείνης, αμέσως μετά τον πόλεμο, πενταετίας στην πόλη. Πώς οι χθεσινοί εαμίτες- επονίτες- μαχητές βρέθηκαν διωκόμενοι από τις μετακατοχικές αρχές και κάτω από ποιες συνθήκες τρόμου «επέλεξαν» αρκετοί από αυτούς να ανεβούν στο βουνό. Επικεντρώνοντας στις μάχες του δημοκρατικού στρατού στα Λευκά Όρη και στον αποκλεισμό τους, καλοκαίρι του 1948, στο φαράγγι της Σαμαριάς, αισθανόμουν ότι αποτίω φόρο τιμής στον άνθρωπο που σηκώνει το χέρι και φωνάζει παρών στο προσκλητήριο του καιρού του…

 

Ποια είναι η άποψή σας για τη σχέση των Νεοελλήνων με την ιστορία τους; Πιστεύετε ότι εάν είχαμε πληρέστερη γνώση της ιστορίας μας θα ήταν και διαφορετικά τα πράγματα σήμερα είτε σε επίπεδο πολιτικής είτε σε επίπεδο κοινωνίας; Ο γάλλος συγγραφέας Λαμαρτέν είχε πει ότι «η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμη και το μέλλον»… Η δική σας άποψη;

Ακόμη και αν δεχτούμε τη χεγκελιανή επωδό ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει τα λάθη του, η θουκυδίδεια αντίληψη, που ανυψώνει την Ιστορία ως παρακαταθήκη των πεπραγμένων σε διδαχή για το παρόν και προειδοποίηση για το μέλλον, είναι κατά τη γνώμη μου πολύ πιο ικανή να «διαχειριστεί» δημιουργικά, δηλαδή κριτικά, το χρέος-ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίζει τις αφανείς αιτίες και τις βαθύτερες αφορμές όσων συμβαίνουν στη διαδρομή του προς το αύριο… Σε ό,τι αφορά τώρα τη σχέση μας με την Ιστορία μας, το σημαντικό για μένα είναι όχι μόνο να τη γνωρίζουμε αλλά και να είμαστε σε θέση να συνομιλούμε μαζί της, να τη «σκεφτόμαστε» χωρίς φτιασίδια, απαλλαγμένη από ιδεολογήματα και κολακείες… Κι απ’ αυτή την άποψη, η γνώση της Ιστορίας χωρίς στρεβλώσεις θα μπορούσε ίσως να μας βοηθήσει να αξιολογήσουμε αλλιώς τα παθήματα του σήμερα και να διδαχτούμε απ’ αυτά. Το πάθημα μάθημα… δεν προτρέπει και μια λαϊκή παροιμία;

 

douka2Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε για τη συγγραφή ενός βιβλίου σας; Έχετε πρώτα στο μυαλό σας τα ιστορικά γεγονότα που επιθυμείτε να καταγράψετε ή πρώτα έχετε στο νου τα πρόσωπα και στη συνέχεια επενδύετε τις ιστορίες των προσώπων αυτών με τα στοιχεία που έχουν προκύψει από τις έρευνές σας και τα πραγματικά γεγονότα που θέλετε να ειπωθούν;

Διαδικασία που να τηρείται αυστηρά δεν υπάρχει. Για το «Έλα να πούμε ψέματα» πάντως, όπως και για «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», εν μέρει και για το «Αθώοι και φταίχτες», πρωταρχικό μέλημά μου ήταν να βρω μυθοπλαστικά τον τρόπο ώστε τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα να κεντηθούν επάνω στον καμβά των επινοημένων ηρώων-χαρακτήρων… Επομένως τα ιστορικά γεγονότα που ήθελα όχι απλώς να καταγράψω αλλά και να αναπλάσω, εξανθρωπίζοντάς τα, ήταν αυτά που μου επέβαλαν τους συγκεκριμένους μυθιστορηματικούς ήρωες… Θα ήταν όμως ανακρίβεια αν παρέλειπα να διευκρινίσω ότι αυτοί ακριβώς οι επιβεβλημένοι από τις ανάγκες του βιβλίου χαρακτήρες ήταν αυτοί που εκ των υστέρων με «καθοδήγησαν» με τον δικό τους τρόπο στην ενσωμάτωση των γεγονότων στη ζωή τους…

 

Όσον αφορά στον τίτλο του βιβλίου… «Έλα να πούμε ψέματα»; Πώς προέκυψε;

Από ένα σκωπτικό πρωταπριλιάτικο τραγουδάκι, (Έλα να πούμε ψέματα/ ένα σακί γιομάτο/ φόρτωσα έναν μπόντικα/σαράντα κολοκύθια/ κι απάνου στα καπούλια του/ένα σακί ρεβύθια) που διατρέχει απαρχής μέχρι τέλους το βιβλίο, επιφορτισμένο να υπονοήσει ότι τα «ψέματα» εδώ έχουν την τραγικότητα της «αλήθειας» με την οποία όχι σπάνια οδηγούμε σε αδιέξοδο τη ζωή μας, αλλά και τη δυναμική της «γητειάς», της μαγείας, που θα μας βοηθούσε να λυτρωθούμε, να πάμε παραπέρα…

 

Άνθρωποι του πνεύματος τα τελευταία χρόνια έχουν δεχθεί κριτική ότι δεν παρεμβαίνουν στα όσα συμβαίνουν στη χώρα. Ποια είναι η δική σας άποψη;

Ότι παρεμβαίνουν… και πολύ μάλιστα, ο καθένας πάντα από τη «δική του σιταποθήκη», και το θλιβερό είναι ότι διεκδικούν για πάρτη τους το «αλάθητο» της δικής τους μεσσιανικής αλήθειας…

 

κ. Δούκα, επισκέπτεστε, εδώ και αρκετά χρόνια, σχολεία σε όλη την Ελλάδα και έχετε την ευκαρία να έρχεστε σε επικοινωνία με μαθητές. Πριν από λίγα χρόνια μάλιστα είχατε βρεθεί σε σχολείο της Ναυπάκτου στο πλαίσιο αυτών των επισκέψεών σας. Αν σας ρωτούσα να θυμηθείτε κάτι που σας έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση από την επαφή σας με τα παιδιά, ποιο θα ήταν αυτό;

Σε ένα σχολείο στον Βύρωνα, τότε κοντά με την ίδρυση του στρατοπέδου «φιλοξενίας» των μεταναστών στην Αμυγδαλέζα Αττικής, μια μαθήτρια με διόρθωσε, και μάλιστα αυστηρά, όταν μου ξέφυγε και αποκάλεσα τους μετανάστες χωρίς νόμιμα χαρτιά λαθρομετανάστες… Πώς είναι δυνατόν να αποκαλώ αυτούς τους κυνηγημένους λαθραίους; Υπάρχουν άνθρωποι λαθραίοι; Και είχα, ομολογώ, ντραπεί. Της ζήτησα συγγνώμη όχι για να της χαϊδέψω τα αυτιά, αλλά γιατί είχε απόλυτο δίκιο. Άλλη φορά πάλι, όταν πια είχε τελειώσει η συνομιλία μου με τους μαθητές σε ένα γυμνάσιο, με πλησιάζει ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι και μου λέει: «Κυρία Δούκα, δεν μ’ ενδιαφέρει η λογοτεχνία, δεν έχω διαβάσει κανένα βιβλίο σας και ούτε σκοπεύω ποτέ να διαβάσω, εσάς όμως δεν θα σας ξεχάσω, θα θυμάμαι πάντα αυτά που μας είπατε σήμερα…».

Share on Facebook0Tweet about this on Twitter0Share on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.