Η συγγραφέας, λίγο προτού κυκλοφορήσει το νέο της μυθιστόρημα «Στο αυτί της αλεπούς», σε μια εξομολογητική συνομιλία με «Το Βήμα» για τη ζωή και την πεζογραφία της.
«Σ’ εκείνη την καρέκλα δεν κάθεται κανείς, ανήκε στον Αλέξανδρο Σούτσο!» αναφώνησε περιπαικτικά η Ευγενία Φακίνου, υποδεικνύοντας χαμογελαστή το οικογενειακό κειμήλιο. Στους τοίχους είδαμε τα πολύχρωμα υφαντά που έχει φτιάξει με τα χέρια της. Η συγγραφέας μάς καλοδέχθηκε στο πλακόστρωτο καθιστικό του σπιτιού της, στο Χαλάνδρι, αλλά προτίμησε να συζητήσει μαζί μας στο προσωπικό της ησυχαστήριο, στο μικρό δωμάτιο όπου εργάζεται. Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε το νέο της μυθιστόρημα Στο αυτί της αλεπούς. Ο τίτλος προέρχεται από μια παλιά γαλλική παροιμία: «Εξομολογούμαι στο αυτί της αλεπούς, δηλαδή μιλάω σε ακατάλληλα αυτιά».
Η ίδια, όπως τόνισε χαρακτηριστικά, γράφει με αφοσίωση μοναχής. «Είμαι μανιακή όποτε γράφω και το πληρώνω κάθε φορά με την υγεία μου. Ζήτημα είναι αν βγήκα έξω δέκα φορές τους τελευταίους μήνες. Οταν αρχίσω, δεν μπορώ να σταματήσω, ούτε για μια μέρα. Για μένα το θέμα έχει τελειώσει όταν πλέον το έχω συλλάβει. Αλλά μετά βασανίζομαι, γιατί το κάθε βιβλίο με ελέγχει με τον τρόπο του».
Εχει όμως και η Ευγενία Φακίνου τον δικό της ξεχωριστό τρόπο να ζωντανεύει το παρελθόν με την πεζογραφία της, απρόσμενα και πανοραμικά. Πολλά από τα βιβλία της θα μπορούσαν να γίνουν εντυπωσιακές κινηματογραφικές ταινίες, αλλά, όπως σωστά της είπε μια φορά και ένας φίλος της σκηνοθέτης, «θα χρειαζόμασταν το Χόλιγουντ και την Τσινετσιτά μαζί για να τα καταφέρουμε».
Εν προκειμένω αφηγείται τις αλληλένδετες ιστορίες τριών γυναικών, από το 1900 ως τις δικές μας κρίσιμες μέρες, μεταφέροντας τον αναγνώστη από τα αρχοντικά της Υδρας στις φτωχογειτονιές της Δραπετσώνας, και από τη μικροαστική Κυψέλη στην όμορφη Ναύπακτο.
Παρακολουθούμε τη φτωχή Αννέζω, την εγγονή της Αννα, που αναδεικνύεται σε πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, και την Αριάδνη, το μικρό παρατημένο κοριτσάκι που μεγαλώνει η δεύτερη αυτής της περιπετειώδους αλυσίδας, ως ομοιοπαθούσα την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Το δουλεμπόριο των σφουγγαράδων
«Καθώς έγραφα και περνούσα από τη μια εποχή στην άλλη, ένιωθα ότι έγραφα ένα άλλο βιβλίο, πράγμα που απαιτούσε από μένα μιαν άλλη αντιμετώπιση. Εδώ πάντως η πρόκληση ήταν ο μεγάλος σε διάρκεια χρόνος και οι πολλοί διαφορετικοί τόποι» σημείωσε η Ευγενία Φακίνου που επιδόθηκε σε κανονικότατη έρευνα γι’ αυτό το μυθιστόρημα. «Ηθελα, εδώ και πολλά χρόνια, να ασχοληθώ με τους συμιακούς σφουγγαράδες και την ανακάλυψη του Εφήβου των Αντικυθήρων. Εμένα όμως δεν με ενδιέφερε το γεγονός αυτό καθαυτό, με ενδιαφέρουν γενικότερα οι αφανείς ήρωες που βρίσκονται πλάι στα γεγονότα, με ενδιαφέρει πώς τα γεγονότα επηρεάζουν τους απλούς ανθρώπους και όχι το αντίθετο. Επινόησα λοιπόν έναν φιλόδοξο σφουγγαρά που θα ήθελε να έχει βρει εκείνος το άγαλμα και που δεν μπορεί να ησυχάσει με το κατόρθωμα του συμπατριώτη του. Επειτα, καθώς έψαχνα, έπεσα πάνω σε κάτι που δεν πίστευα ότι συνέβαινε: το δουλεμπόριο των σφουγγαράδων. Δεν γινόταν στην Κάλυμνο και στη Σύμη, αλλά στην Υδρα, που ήταν κοντά στον Πειραιά, γινόταν. Πήγαιναν στα χαμαιτυπεία και στα ταβερνεία του μεγάλου λιμανιού και έβρισκαν ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση με αυτό το επάγγελμα, που χρειαζόταν εξειδίκευση. Τους έταζαν πολλά χρήματα και τους πήγαιναν στην Υδρα, όπου τους παραλάμβαναν διάφοροι επιτήδειοι. Στην πραγματικότητα τους παίρνανε ακόμη κι αυτά που τους είχανε δώσει, ενώ πολλές φορές οι ανύποπτοι έπεφταν θύματα του κολαουζιέρη (που έδινε τον αέρα στους δύτες), έκαναν δηλαδή κάτι τρομακτικό: τους έκοβαν τον αέρα για να πάρουν το μερίδιό τους απ’ τα σφουγγάρια. Με απασχόλησε αυτό γιατί ο παππούς μου εμπορευόταν σφουγγάρια. Και έλεγα μέσα μου: άραγε μας βαραίνει αυτό κι εμάς;» εξομολογήθηκε η Ευγενία Φακίνου.
Το αρχοντικό στην Υδρα
Ο πατέρας της καταγόταν από την Υδρα και η οικογένειά του ήταν εύπορη. «Είχαν αυτό το υπέροχο σπίτι, με τη μεγάλη άγκυρα στην είσοδο, που περιγράφω στο βιβλίο. Υπάρχει και σήμερα. Το έχασαν στην Κατοχή. Αυτό ήταν το καρφί στην καρδιά του πατέρα μου και των αδελφών του. Υπήρξε νόμος μεταπολεμικός που σου έδινε την ευκαιρία να πάρεις πίσω αυτά που είχαν τότε πουληθεί. Ομως δεν είχαν πλέον χρήματα. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μηχανικός, εργαζόταν σε θαλαμηγό. Και έπιανε πολύ συχνά την Υδρα. Οποτε έβγαινε από το πλοίο, πήγαινε στην εκκλησία, άναβε ένα κερί αλλά δεν προχωρούσε πενήντα μέτρα πιο ‘κεί, για να μη δει το σπίτι. Σ’ εμάς τα παιδιά – χωρίς να μας το λένε – η πίκρα αυτή είχε μεταδοθεί. Ομως δεν θέλησα να γράψω την ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου», γι’ αυτό η αφήγηση εστιάζει στην παρακόρη του αρχοντικού, την Αννέζω.

«Γιατί είναι οι λαϊκοί άνθρωποι – και το λέω με την πλέον ευγενική έννοια – που μου ταιριάζουν καλύτερα και μ’ ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο. Γιατί ορισμένοι απ’ αυτούς είναι αγωνιστές. Αγωνιστής για μένα είναι αυτός που δεν παραιτείται. Που μέσα στη μαύρη δυστυχία βρίσκει το κουράγιο να συνεχίσει. Πιστεύω ότι αυτό είναι ενδιάθετο σε ορισμένους ανθρώπους και γι’ αυτό τους αγαπώ. Οπως τη μητέρα μου που γύρναγε στα σπίτια και έκανε ενέσεις. Αυτός ήταν ο λόγος που της έγραψα ένα βιβλίο»,
δηλαδή το μυθιστόρημα «Ερως, θέρος, πόλεμος» (2003).
«Παιδί της υπαίθρου»
«Δεν βολεύομαι καθόλου στο αστικό τοπίο, ούτε με τους αστούς. Οχι τους μικροαστούς, αυτούς τους ξέρω πάρα πολύ καλά. Ο Μένης Κουμανταρέας με χαρακτήριζε «παιδί της υπαίθρου», ενώ στην πραγματικότητα έχω γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και έχω μεγαλώσει στην Κυψέλη. Ομως δεν ένιωσα ποτέ άνετα σ’ αυτά τα μέρη».
Πού το αποδίδει η ίδια; «Το έχω σκεφτεί, στην ηλικία μου σκέφτεται κανείς τα πάντα. Ολα ανάγονται σε εκείνη τη σκοτεινή παιδική ηλικία.
Εγώ νόμιζα ότι μεγάλωνα φυσιολογικά. Από τα πέντε μου, με τον πατέρα μου για χρόνια στρατευμένο και τη μητέρα μου να δουλεύει νυχτερινές ώρες, άρχισα να μένω μόνη σ’ ένα μεγάλο σπίτι, όπου έπρεπε να διαχειριστώ τον χρόνο και τον τρόμο μου. Νομίζω πάντως ότι ο τόπος μού αποκαλύφθηκε στα δεκαοκτώ μου, όταν έγινα ξεναγός. Δεν μπορείς να αγαπήσεις κάτι που δεν το ξέρεις. Κι εγώ, στη σχολή των ξεναγών, με εξαιρετικούς καθηγητές, έμαθα πρώτα τον τόπο, την ιστορία του, κι ύστερα αγάπησα την εικόνα και την ουσία του».
Η Αννα στο μυθιστόρημα γίνεται ξεναγός επίσης, αλλά εδώ σταματούν οι όποιες αναλογίες και συσχετίσεις. Η επαναστατικότητα αυτής της ηρωίδας (κι αυτό είναι που την καθιστά ενδιαφέρουσα) σχετίζεται αποκλειστικά με τη μοναχικότητά της. «Αυτή η κοπέλα είναι μετέωρη.
Κακίζει τους γονείς της (σ.σ.: μέλη του Δημοκρατικού Στρατού) που την άφησαν πίσω. Σε μεγαλύτερη ηλικία προσπαθεί, με τη βοήθεια του εραστή της, να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους. Αμφιβάλλω αν το καταφέρνει. Κι αυτό της δημιουργεί πρόβλημα στις σχέσεις της με τους άντρες. Δεν καταφέρνει να έχει μια ισορροπημένη ζωή. Κλείνεται όλο και περισσότερο. Από τα πενήντα της και μετά θα έλεγα ότι ο σημαντικότερος άντρας της ζωής της είναι ο κύριος Ντίκενς, μια ανδρική κούκλα βιτρίνας που την ντύνει με ρούχα και την καθίζει απέναντί της στο τραπέζι και της εκμυστηρεύεται τα πάντα».
Μεταβίβαση του παρελθόντος
Κομβικής σημασίας ιδέα στο μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου είναι η μεταβίβαση. «Αυτό συμβαίνει, πράγματι, με τις ηρωίδες. Η μία μεταβιβάζει στην άλλη μια συνέχεια. Κατ’ αρχήν μεταβιβάζεται το παρελθόν. Αλλά και οι τραυματικές εμπειρίες. Οι ψυχικές αναπηρίες που, κατά κάποιον τρόπο, μπορούν να προδιαγράψουν και την πορεία ενός ανθρώπου».
Η Ευγενία Φακίνου γράφει ότι η Αννα υιοθετεί «το ίδιο σχήμα» με την Αννέζω. Τι πιστεύει όμως η ίδια; Κατά πόσο ξεφεύγουμε ως άτομα από το παρελθόν των ανθρώπων που μας φέρνουν στον κόσμο (ή μας μεγαλώνουν) και μας καθορίζουν στην αρχή του βίου μας; «Ξεφεύγει ο καθένας ανάλογα με τη δύναμή του. Οταν ήμουν μικρή, όχι νέα, πίστευα ότι τα πάντα διέπονται από τη λογική. Κι ότι ο παράγοντας τύχη δεν παίζει κανέναν ρόλο. Ημουν πολύ ορθολογίστρια. Στην πορεία κατάλαβα ότι στη ζωή υπάρχουν πράγματα που μας ξεπερνάνε, που δεν τα ορίζουμε εμείς και που απλώς καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει όμως και η στόφα του κάθε ανθρώπου. Παρατηρούμε παιδιά που μεγαλώνουν στην ίδια οικογένεια αλλά τραβάνε τελείως διαφορετικούς δρόμους. Επειτα εγώ, λόγω γενιάς, συνάντησα πολλά παιδιά που τα εγκατέλειψαν οι γονείς τους, για πολιτικούς λόγους, για να αφιερωθούν σε ό,τι θεώρησαν έναν καλό σκοπό. Αλλα πικράθηκαν ανεπανόρθωτα. Αλλα δεν τα πείραξε και τόσο πολύ. Για μένα έχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς το κάθε παιδί ξεχωριστά δούλεψε μέσα του την εγκατάλειψη».

Η Δραπετσώνα και η Ναύπακτος
Η Δραπετσώνα όμως πώς προέκυψε; Μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου αποτυπώνουν εκείνη ακριβώς την ανέχεια. «Εκεί πήγαιναν οι φτωχοί νησιώτες του Αργοσαρωνικού για να βρουν δουλειά, πολύ πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αυτό που με εξέπληξε είναι ότι οι άνθρωποι, μέχρι το 1935 ας πούμε, ζούσανε σε μια εποχή αγροτική επί της ουσίας, ακόμη κι αν ζούσαν στην πόλη. Δεν είχαν λ.χ. καμία πληροφόρηση για ό,τι συνέβαινε. Γι’ αυτό και στο μυθιστόρημα, όταν κάποιοι αποβιβάζονται στον Πειραιά, τους λέει ο καϊκτσής «το νου σας γιατί έξω πλακώνονται βενιζελικοί και βασιλικοί»». Με αυτόν τον έμμεσο τρόπο περνάνε όλα τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα στην αφήγηση της Ευγενίας Φακίνου.
Και η Ναύπακτος; «Είναι ένα από τα πολλά μέρη που έχω περάσει τις διακοπές μου. Μπορείτε να το χαρακτηρίσετε και συγγραφικό αντίδωρο. Τη Ναύπακτο την πρωτογνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν πήγα εκεί, καλεσμένη ενός πολιτιστικού συλλόγου, να παρουσιάσω την «Ντενεκεδούπολη». Τους εννιά μήνες του σχολείου, όπως λέμε, τους περνάω έγκλειστη στην πόλη και όταν τα καλοκαίρια φεύγω, νιώθω ότι ανοίγομαι, ότι επεκτείνομαι ως άνθρωπος. Στην ουσία, θα μπορούσα να πω ότι, συγγραφικά, ζω από τα καλοκαίρια μου!».

 

πηγή: «Το Βήμα» – Γρηγόρης Μπέκος
Share on Facebook0Tweet about this on TwitterShare on Google+0Email this to someone
 
 

Αφήστε το σχόλιό σας

Το email σας δεν θα δημοσιευτεί.