Η συνεχιζόμενη απουσία οράματος, αστοχία, και στασιμότητα της Ελληνικής πραγματικότητας.
Η εκ του μακρόθεν ανάλυση της πρόσφατης Ελληνικής ιστορίας συμπυκνώνεται σε μια κυρίαρχη αφήγηση: πρόκειται περί πάλης της μεταπολιτευτικής πλουτοκρατίας εναντίον της ανάγκης για ένα καινούριο Ελληνικό όραμα που θα υποκαταστήσει την απερχόμενη, αποτυχημένη και ηθικά έκπτωτη καθεστηκυία τάξη.
Όμως, αυτή η πολυπόθητη εξέλιξη αργεί βασανιστικά. Τίποτε δεν μοιάζει να αλλάζει, απλά εξελίσσεται, και μάλιστα με μοναδικό κίνητρο να μην αλλάξει τίποτε.
Η πολιτική σκηνή δεν είναι πια παρά ένα σύστημα εξυπηρέτησης των προνομίων κάποιων διαχρονικά αμφιλεγόμενων μεγαλοεπιχειρηματιών, ενώ ολοένα και πιο εξαθλιωμένη είναι η πλειοψηφία που δένεται στο άρμα αυτών των ιδιωτικών συμφερόντων, καθώς χρεώνεται την συντήρηση ενός ολιγαρχικού οργίου, ενώ ταυτόχρονα μοιάζει ανίκανη να προτάξει κάποια αποτελεσματική πολιτική αντίσταση και βούληση.
Τα περιθώρια ελιγμού της κοινωνίας και οι προοπτικές κάποιας ριζοσπαστικής αλλαγής στην νομή εξουσίας και πλούτου μοιάζουν, αν όχι είναι, παγιωμένα: ψευδο-ιδιωτικά πλην κρατικοδίαιτα Μ.Μ.Ε. προκατασκευάζουν τις εκλογές περιορίζοντας, αν όχι υπαγορεύοντας, τις επιλογές των ψηφοφόρων ανάμεσα στους τηλε-προβεβλημένους γελωτοποιούς της έκφυλης αυλής τους. Οποιαδήποτε φωνή απειλεί το status quo περιθωριοποιείται.
Συνοπτικά χαρακτηριζόμενο ως άρχουσα τάξη, το μόρφωμα πολιτικών, πλουτοκρατών και του υπηρετικού προσωπικού τους (προπαγανδιστές δημοσιογράφοι και χειραγωγούμενο δικαστικό σώμα), επιζεί φρουρούμενο, αν όχι επιβάλλεται διά της βίας, χαρτζιλικώνοντας με μισθούς πείνας την αστυνομία. Αυτή, έχει μεταμορφωθεί σε ιδιωτικό στρατό φύλαξης εκείνων που την πληρώνουν, μακράν απέχουσα από σώμα ασφαλείας για την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Μοιάζει ανίκανη, ή απρόθυμη, η εκτελεστική εξουσία να αυτονομηθεί από την κρατική και προτιμά να συντηρείται, εις βάρος του λαού και του συντάγματος που έχει ορκιστεί να σέβεται, υπηρετώντας τις πιο μεγαλομανείς ορέξεις και τα πλέον απάνθρωπα σχέδια της πολιτικής εξουσίας.
Στο φόντο όλων αυτών των περιστασιακών παθολογιών, συνεχίζουν οι ζυμώσεις των διαχρονικών προβλημάτων της Ελληνικής κοινωνίας – άθλια έως ανύπαρκτη παιδεία, σκοταδιστική παρεμβατικότητα της Εκκλησίας στην πολιτική ζωή, αναιμική έως διεφθαρμένη καλλιτεχνική και πνευματική τάξη, αυτιστικά ιδιωτεύουσα μεσο-αστική τάξη διαμορφώνουν τον χαρακτήρα ενός πληθυσμού που βρίσκεται σε κατάσταση αφασίας, ανίκανος να αντιδράσει απέναντι σε μια εξουσία που μόνο από βία μοιάζει να καταλαβαίνει, αφού μέσω αυτής επιβάλλεται.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στους ιδεολογικούς συνεργούς της εθνοπροδοτικής ηγεσίας, όλους εκείνους που πρόθυμα κατασκευάζουν εικονική κανονικότητα, είτε μαζικής είτε ελιτίστικης υφής, αντί να σημάνουν τον συναγερμό που είναι καθήκον τους, έχοντας το προνόμιο του δημοσίου βήματος. Τίποτε περισσότερο από απατεώνες και επιβιωσίες του πλέον ταπεινού επιπέδου, η άνοδος και εγκαθίδρυση αυτής της νεόκοπης τάξης τελάληδων της εξουσίας έχει αναλάβει την αποχαύνωση της μάζας, διοικώντας πνευματικά ιδρύματα, οργανώνοντας φιλοκαθεστωτικά φεστιβάλ, εκδίδοντας δωρεάν εφημερίδες, γράφοντας άρθρα, ακόμα και παράγοντας τέχνη με κοινό παρονομαστή είτε την ξεκάθαρη υπεράσπιση της νεοφιλελεύθερου οικονομικού Ναζισμού, είτε τον αποπροσανατολισμό από τις καταστροφικές του συνέπειες.
Ειδικά η δεύτερη κατηγορία, όλοι εκείνοι οι εξαρτώμενοι από την εξουσία «άνθρωποι του πνεύματος» που αντιπροτείνουν υποκειμενική θεώρηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εκείνοι που δηλώνουν πως υπάρχει και άλλη ανάγνωση της Ελληνικής πραγματικότητας εκτός από αυτήν την οδυνηρή ταπείνωση που ζούμε στο πετσί μας καθημερινά, θυμίζουν τερατογένεση των Ρομαντικών ποιητών της προβιομηχανικής Βόρειας Ευρώπης του 19ου αιώνα, που πρότειναν ιδιωτεία, εσωστρέφεια και αναχωρητισμό ως απαραίτητες συνθήκες για την καλλιέργεια του πνεύματος. Η αδιαφορία για τα πολιτικά ήταν γι’ αυτούς ένδειξη ανωτερότητας, η αποχή από τα εγκόσμια μια ευγενής επιλογή.
Ο Ιστορικισμός κατατρόπωσε τον Ρομαντισμό αποδεικνύοντας επιστημονικά πως το νόημα της κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης βρίσκεται στην μελέτη της ιστορίας, στην κριτική ανάλυση και ερμηνεία των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων δηλαδή, σε αντίθεση με την καταδικασμένη σε αυθαίρετη υποκειμενικότητα απορρόφηση στην σφαίρα των προσωπικών αναζητήσεων που θεωρούσαν ως στόχο ζωής οι Ρομαντικοί.
Σήμερα, στην Ελλάδα, καλλιεργείται σκόπιμα και χρηματοδοτείται αδρά η νοσηρή πεποίθηση πως δεν ζούμε σε σκοτεινές ημέρες που μετρούν θύματα, αλλά πως όλα όσα συμβαίνουν είναι ερμηνεύσιμα ανάλογα την σκοπιά από την οποία τα βλέπεις – αν κάποιος σοκάρεται από την εξαθλίωση, θα πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα, και να «δει το θέμα από μια άλλη οπτική γωνία» ή «να ασχοληθεί με κάτι άλλο, πιο δημιουργικό από την καταγγελία και την κριτική».
Έτσι, διά της αποσιώπησης της κριτικής σκέψης και της αγιοποίησης της δράσης ως αυτοσκοπού που αγιάζει τα μέσα, ξεκάθαρα φασιστικές προτεραιότητες και οι δύο, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος και η παραπλάνηση της κοινής γνώμης γίνεται παιχνιδάκι.
Ξαφνικά, τα κλειστά μαγαζιά του κέντρου της πρωτεύουσας παύουν να είναι σύμβολα ολέθρου και γίνονται αυτοσχέδιες γκαλερί όπου ο Δήμος Αθηναίων εκθέτει φωτογραφίες που αποσιωπούν την άθλια ιστορία των χώρων που τις φιλοξενεί. Λίγο παραπέρα, ακούσια προκλητικοί εθελοντές πλέκουν πουλόβερ για δέντρα συγχέοντας την συγκρουσιακή φύση του κοινόχρηστου χώρου με την αφέλεια που χαρακτηρίζει την καλλιτεχνίζουσα αυτοέκφραση ενός προνηπιακού, προ-πολιτικού δηλαδή, εγκεφάλου. Ο κοινός παρονομαστής, από τους έμμισθους ιεροκήρυκες των επιφυλλίδων, μέχρι τους συμμετέχοντες σε εθελοντικές εικαστικές παρεμβάσεις στερούμενες κάθε κοινωνικής συνείδησης, είναι η απουσία κριτικής σκέψης. Κανείς δεν αρνείται, ούτε στο ελάχιστο, να διαπραγματευτεί με ένα κράτος που κερδοφορεί από την οικονομική, κοινωνική και πνευματική εξολόθρευση οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα μιας εξαιρετικά περιορισμένης ούτως ή άλλως κλίκας.
Αυτός ο δισταγμός θέσης αδιαπραγμάτευτων ορίων απέναντι στην τοξική άρχουσα τάξη του τόπου, αυτή η διαρκής διαπραγμάτευση με το κακό, είναι η συμφωνία με τον διάβολο που έχουν υπογράψει οι Έλληνες σήμερα. Δεν πρόκειται να υπάρξει ούτε η παραμικρή περίπτωση αλλαγής προς μια δημοκρατικότερη κατάσταση εφ’ όσον ο Ελληνικός λαός δεν αποφασίσει να κόψει την καλημέρα στους βιαστές του.
Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, επειδή βρισκόμαστε ακόμα σε διαπραγμάτευση με τρομοκράτες, η χρονιά που τελειώνει είναι χαμένη. Σε αναμονή μιας γενικευμένης κάθαρσης, η Ελλάδα αρκείται να παρατηρεί τους κακοποιούς που την έριξαν στην ανυποληψία και την διέλυσαν ως κοινωνία και οικονομία. Εκείνοι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι θεματοφύλακες της, εκμεταλλεύονται την κατάσταση για μικροπρεπή ανταλλάγματα.
Εν τω μεταξύ, μαίνεται και μετράει θύματα η κυρίαρχη αντιπαλότητα, επί της ουσίας ένας εθνικός διχασμός, μεταξύ εκείνων που απειλούν να αφήσουν πίσω τους καμένη γη αν στερηθούν της εξουσίας τους, και εκείνων πού ήδη δυσκολεύονται να επιβιώσουν στον κρανίου τόπο που είναι σήμερα η Ελλάδα, μια χώρα στην δίνη ενός ψυχρού εμφύλιου που εξυπηρετεί τέλεια την μακροημέρευση εκείνων που εκμεταλλεύονται την βασιλεία που αποδίδουν οι διαιρεμένοι λαοί.