του Παντελή Μπουκάλα
Αυτά παθαίνουμε με την επιμονή μας να διαλέγουμε υπουργούς υπολογίζοντας τις κομματικές περγαμηνές των υποψηφίων, τις αγαπητικές σχέσεις τους με τον αρχηγό και τις αιματικές με τους κομματικούς ιδρυτές και πατριάρχες, και αδιαφορώντας για την καθαυτό αξία τους. Αυτά παθαίνουμε που, αντί να απορρίπτουμε μετά πολλών επαίνων τους κραυγαλέα αποτυχημένους, για να μη φανεί ότι αναγνωρίζουμε το αρχικό μας λάθος, το καλύπτουμε με ένα δεύτερο: Για να συνεχίσουν να μαθαίνουν στου κασίδη το κεφάλι, τους μεταθέτουμε σε άλλο υπουργείο, «ευγενέστερο», δηλαδή περίπου άεργο, να, σαν το Πολιτισμού.
Και κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε, πέφτοντας από τα σύννεφα, ότι στον τόπο μας γίνονται όλα δυνατά τ’ αδύνατα. Συνειδητοποιούμε, λ.χ., ότι διαθέταμε κοτζάμ Τσάρο της Οικονομίας, τον κ. Παπαντωνίου, που δεν ήξερε να συμπληρώσει τη φορολογική του δήλωση. Εμπλεκε τους κωδικούς, τους κλειδάριθμους, τα ποσά κυρίως. Και βρέθηκε μπλεγμένος. Ενώ δεν φταίει. Εμείς τον πήραμε στον λαιμό μας. Εμείς και το κόμμα του. Γιατί αν δεν τον κάναμε υπουργό, θα έβρισκε κι αυτός έναν φοροτεχνικό για να του συμπληρώνει σωστά τις δηλώσεις και δεν θα βρισκόταν τώρα εκτεθειμένος. Αλλά τέτοιοι είμαστε…
Και με τον κ. Μιχάλη Λιάπη, τα ίδια. Δεν είχαμε προλάβει ν’ ανέβουμε στα σύννεφα και να πιάσουμε κουβέντα με τον Αριστοφάνη περί «Νεφελοκοκκυγίας», και τσουπ, ξαναπέσαμε. Διότι μάθαμε ότι αυτός που τον είχαμε ανεβάσει στο ύψος ενός υπουργού Μεταφορών, δεν γνώριζε τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και ας τον είχε εισαγάγει βροντωδώς ο ίδιος. Αγνοια νόμου, λοιπόν, δεν μπορεί να επικαλεστεί. Απλώς ο καλός άνθρωπος, δοσμένος στο υπούργημά του, δεν πρόλαβε να ενημερωθεί σωστά, να μάθει ότι δεν στέκει να κυκλοφορούμε με ανασφάλιστο όχημα, δίχως δίπλωμα μαζί μας, α, και με πλαστές πινακίδες. Με τις χειροποίητες πινακίδες στις οποίες καταφεύγουν τα θύματα του Μνημονίου, ιδίως όσα διαθέτουν ταπεινά τετραχίλιαρα τζιπίδια, όπως ο κ. Λιάπης, για να γλιτώσουν κάτι.
Υπουργός Οικονομικών αδαής στα οικονομικά; Υπουργός Μεταφορών ατζαμής στα κυκλοφοριακά; Είναι σαν ν’ ακούμε στην εκκλησία τον αρχιμανδρίτη να κομπιάζει στο «Πιστεύω» (αν και, έτσι όπως ψέλνουν οι πάντοτε βιαστικοί ιερωμένοι, μασώντας φωνήεντα και καταπίνοντας σύμφωνα, δεν είμαστε βέβαιοι τι ξέρουν και τι δεν ξέρουν). Ή σαν να βλέπουμε μαθηματικό να τα μπλέκει στην προπαίδεια και να μην απαντάει αυτόματα πόσο κάνουν τρεις έντεκα, τρεις δώδεκα, τρεις δεκαπέντε κι έντεκα. Θα ’λεγα και πως είναι σαν να ’χουμε χειρουργούς που δεν ξέρουν αν το συκώτι βρίσκεται αριστερά ή δεξιά, αλλά με τόσα που αποκαλύφθηκαν, για σαΐνηδες που κατάφεραν να γίνουν διευθυντές κλινικής με πλαστά διπλώματα, ας είμαστε επιφυλακτικοί. Και την επόμενη φορά που θα πέσουμε από τα σύννεφα, ας αυτομαστιγωνόμαστε ταυτόχρονα. Δύσκολο; Μα δεν είπαμε ότι εδώ γίνονται όλα δυνατά τ’ αδύνατα;
*Το άρθρο του Παντελή Μπουκάλα δημοσιεύτηκε στις 19/12/2013 στην «Καθημερινή«