Ενόψει της 443ης επετείου της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου το LepantoMag.gr δημοσιεύει την ανακοίνωση του δικηγόρου και ιστορικού ερευνητή Χρήστου Ι.Σιαμαντά, στη Διημερίδα που διοργανώθηκε στις 22-23 Φεβρουαρίου 2014 στη Ναύπακτο από την Ι.Μ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, το Δήμο Ναυπακτίας και την Εταιρεία Ναυπακτιακών Μελετών με θέμα: «Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Ναυπακτία: Ιστορία και Τέχνη». Η ανακοίνωση αυτή πραγματεύεται το θέμα: «Η απόκτηση της Ναυπάκτου από τους Βενετούς το 1407 και το παρασκήνιο της παράδοσής της – με βάση την ιστορική μελέτη του Vittorio Lazzarini: L’ Acquisto di Lepanto (Nuovo Archivio Veneto 1898)».
L’ Acquisto di Lepanto: Δηλαδή η απόκτηση της πόλης της Ναυπάκτου, το 1407 από τους Βενετούς. Αυτός είναι ο τίτλος των 23 σελίδων ιστορικής μελέτης του ιταλού φιλολόγου Vittorio Lazzarini, που δημοσιεύθηκε το 1898 στο περιοδικό Nuovo Archivio Veneto. Ανατρέχοντας ο ίδιος κυρίως στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας, καταπιάνεται με τα όσα προηγήθηκαν της παράδοσης της υπό αλβανική κατοχή πόλης στους Βενετούς, οι λόγοι που ώθησαν αυτούς στην κτήση της, τα όσα διαδραματίσθηκαν κατά τη σχετική συμφωνία πώλησης και τι αφορούσε η συμφωνία. Γίνεται αναφορά σε πρόσωπα και το ρόλο τους, καθώς και σε συγγενικές σχέσεις τους. Τέλος παρατίθενται οι κρίσεις του για το αν η πώλησή της ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης ή απειλών από τους Βενετούς.
Από το πολύτιμο αυτό ιστορικό ντοκουμέντο, άντλησα κατά κύριο λόγο στοιχεία για την παρούσα ανακοίνωση. Είναι γραμμένο στην ιταλική άκρα καθαρεύουσα και αν δεν με βοηθούσε η φιλόλογος στην Ιταλία Σταυρούλα Κόνιαρη, προς την οποία εκφράζω δημόσια ευχαριστίες, δεν θα ήμουν σήμερα στο βήμα για το θέμα αυτό.
Βρισκόμαστε στο τέλος του 14ου αιώνα και συγκεκριμένα γύρω στα 1390 όταν ένας τυφλός, φτωχός στρατιώτης, ονόματι Nicolaus Rudeus, εμφανίζεται σε μία συνεδρίαση της βενετικής συγκλήτου και ζητά ετήσια οικονομική βοήθεια 6 δουκάτων για την ανικανότητά του αυτή. Ο λόγος της τύφλωσής του θα αναζητηθεί σ’ ένα δράμα που παίχθηκε στα τείχη της Ναυπάκτου.
Ο λόγος στον Lazzarini: «Την περίοδο μεταξύ του 1380 και του 1390 ένας τολμηρός καραβοκύρης ανύψωσε την σημαία του Αγίου Μάρκου στους πύργους της Ναυπάκτου κυματίζοντάς την για λίγο («για ένα λεπτό»), προσβλέποντας ίσως στη μεγάλη σημασία αυτού του τόπου και του λιμανιού του. Εκείνη την εποχή, ο σερ Nicoletto Rosso θεωρούνταν ένας από τους πιο γενναίους και άξιους της πολεμικής τέχνης στην Chioggia (κοντική πόλη, νότια της Βενετίας), είχε για μια περίοδο την φύλαξη της Τενέδου, πολέμησε στην Capo d’ Anzio και στην Πούλα (στην Κροατία), όπου και φυλακίστηκε στην τελευταία μάχη που έγινε εκεί. Κατά την επιστροφή του (από την Τένεδο) διατρέχοντας τη θάλασσα με τη γαλέρα του, ναυλόχησε στην περιοχή της Κάτω Ρωμανίας (στα νότια δηλαδή του βυζαντινού κράτους) και κατέλαβε το κάστρο της Ναυπάκτου, όπου ανύψωσε τη σημαία του Αγίου Μάρκου. Ο καλός αυτός άνθρωπος έγραψε στον σερ Giovanni Miani, ο οποίος τότε ήταν ο κυβερνήτης του Κόλπου, ζητώντας του να στείλει δυνάμεις για να καταλάβει, εν ονόματι της Βενετίας, το κάστρο, αλλά ο κυβερνήτης δεν έστειλε τις δυνάμεις. Έτσι χωρίς την προετοιμασία αυτή, η φρουρά του κάστρου συνέλαβε τον σερ Nicoletto και τον παρέδωσε στα χέρια του αλβανού κυρίου της, ο οποίος έδωσε εντολή να του βγάλουν τα μάτια».
Την ίδια τύχη είχαν και οι σύντροφοί του, που κυκλώθηκαν και συνελήφθησαν από τη φρουρά, μεταξύ αυτών και ο δυστυχής Rudeus. Ο λόγος της αποτυχίας του παρακινδυνευμένου εγχειρήματος ήταν εκτός της αψηφισιάς του Rosso και του απροπαράσκευου της ενέργειας, η μη στήριξή του από τη Γαληνοτάτη, αφού έως τότε η Ναύπακτος δεν την ενδιέφερε. Ωστόσο ήταν η πρώτη απόπειρα Βενετών να καταλάβουν την πόλη.
Συνεχίζει ο Lazzarini, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Μερικά χρόνια αργότερα, το 1394, ο πρόξενος της Βενετίας στην Πάτρα έγραφε στους καστελάνους (φρουράρχους) της υπό βενετική διοίκηση Κορώνης και Μεθώνης, ότι άνδρες της Ναυπάκτου πήγαν στην Πάτρα και παρουσιάστηκαν στους κανονικούς, δηλαδή καθολικούς ιερωμένους, με την πρόθεση να δηλώσουν υποταγή σ’ αυτούς, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, υπό την ηγεμονία του (Λατίνου) Αρχιεπισκόπου (δηλαδή του βενετού Paolo Foscari). Οι κανονικοί μη θέλοντας να τους αποδεχθούν σε υποταγή, είπαν ότι θα ήθελαν να υποταγούν στην Signoria (κυβέρνηση της Βενετίας)».
«...Δόθηκαν εντολές στον «Καπιτάνο του Κόλπου» να πάει στη Ναύπακτο, να συναντηθεί μαζί με τους άνδρες του τόπου, να εξετάσει την κατάσταση και τη θέση της Ναυπάκτου, από την ξηρά και από τη θάλασσα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την κατάσταση του λιμανιού, αν μπορούσε να ενισχυθεί, με ποιον τρόπο και ποιες δαπάνες, και πόσες γαλέρες θα μπορούσε να φιλοξενήσει, να πληροφορηθεί για τα έσοδα και το κόστος όσον αφορά στην αναγκαία φρούρηση, για τον αριθμό των κατοίκων, αν μόνοι τους θα μπορούσαν να εφοδιαστούν με προμήθειες, ποιες ήταν οι συνθήκες και ο τρόπος της λατρείας. Σε κάθε περίπτωση, ο Καπιτάνο θα έπρεπε να πείσει τους κατοίκους της Ναυπάκτου να διαφυλάξουν το κάστρο μέχρι να φτάσει η απάντηση της βενετικής κυβέρνησης».
Είναι η πρώτη φορά που η Βενετία ασχολείται επίσημα πια με τη Ναύπακτο.
Παρακάτω ο Lazzarini αφηγείται: «Στις αρχές του 1402 έφθασαν ειδήσεις στη Βενετία ότι οι Τούρκοι ήθελαν και ζήτησαν την κυριαρχία και την κατοχή της Ναυπάκτου, ή τουλάχιστον να κάνουν μια συμφωνία με τον αλβανό άρχοντα (δηλαδή τον Παύλο Μπούα Σπάτα) για να τους παραχωρηθεί δικαίωμα ελλιμενισμού στο λιμάνι της για τις προετοιμασίες τους κατά των χριστιανών, και ότι για να επιτύχουν τον σκοπό τους ασκούσαν μεγάλη πίεση στον αλβανό δεσπότη της πολής. Λαμβάνοντας υπόψη η σύγκλητος πόση ζημιά θα προκαλούσε η τουρκική κατοχή της Ναυπάκτου στην Κέρκυρα, στην Κορώνη και τη Μεθώνη, και σε άλλα μέρη γύρω και πόσο επικίνδυνη θα ήταν και για τα πλοία που έπλεαν σε εκείνα τα μέρη, σκέφτηκε να εμποδίσει τους σκοπούς των Τούρκων, επωφελούμενη των σχέσεων συγγ’ενειας που είχαν οι Foscari στην Πάτρα με την αλβανική οικογένεια των Μπούα Σπάτα».
Δύο αποφάσεις της συγκλήτου για τη Ναύπακτο έμειναν κενό γράμμα: Η μία στις 14.2.1402 προς τους πλοιάρχους γαλέρων Barbarigo και Grimani να πάνε στη Ναύπακτο και, εκφράζοντας τα φιλικά συναισθήματα της Βενετίας, να ζητήσουν από τον Μπούα να κρατήσει την ίδια σθεναρή στάση απέναντι στους Τούρκους, χωρίς να έλθει σε συμφωνίες μαζί τους. Και η δεύτερη στις 22.4.1402 να ανατεθεί στον ευγενή Piero Miani η αποστολή του στη Ναύπακτο προκειμένου να διαπραγματευθεί με τους Αλβανούς την παραχώρηση της πόλης, ξοδεύοντας αν χρειασθεί για τον εν λόγω σκοπό έως 3.000 δουκάτα.
Αργότερα επίμονες φήμες κυκλοφορούσαν ότι τουρκικές «φούστες» ναυλοχούσαν στη Ναύπακτο, εμποδίζοντας την κυκλοφορία των βενετικών εμπορικών στον πατραϊκό κόλπο. Έτσι, στις 11 Αυγούστου 1403 δίνεται διαταγή στον Καπιτάνο του Κόλπου, αν οι Γενοβέζοι δεν εμφανίζονταν καθόλου επικίνδυνοι, αν κυνηγηθούν τα τουρκικά πειρατικά για να αποκατασταθεί η ασφάλεια των εμπορικών (να σημειωθεί ότι οι βενετοί έμποροι κατασκόπευαν την περιοχή).
Ποιος ο λόγος που υπέκυψε τελικά ο Μπούα και οι Τούρκοι βρίσκονταν πια στη Ναύπακτο; Η απάντηση από τον Lazzarini: «…Η βενετική κυβέρνηση είχε μάθει ότι ο Παύλος Σπάτα, σε μία επίσκεψή του στον ηγεμόνα των Τούρκων, στον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον 1ο, υποσχέθηκε να τους δώσει την περιοχή της Ναυπάκτου, όπως τους είχε επίσης δώσει το Αγγελόκαστρο, και αυτό για να τον βοηθήσουν οι Τούρκοι να ανακτήσει τις περιοχές που του είχε αποσπάσει ο κόμης της Κεφαλονιάς, Carlo I Tocco», δηλαδή την περιοχή του Ανατολικού (Μεσολογγίου αργότερα) με τα πλούσια ιχθυοτροφεία.
Ποιοί όμως ήταν οι πληροφοριοδότες από την Πάτρα της Βενετίας για τον σκοπό και τις κινήσεις του Παύλου Σπάτα να δοθεί η Ναύπακτος στους Τούρκους; Ο Andrea Lismanini και ο Bartolomeo d’ Anselmi, που τιμήθηκαν από τη Βενετία για τη βοήθειά τους στην απόκτηση της πόλης. Ο πρώτος έγινε βενετός πολίτης και αργότερα το 1448 παραχωρήθηκε στον γιο του Petrucio ως φέουδο το Σοποτό, στην παραλία της Ρίζας Ναυπακτίας σήμερα, ενώ ο δεύτερος έγινε το 1416 ρέκτορας (διοικητής δηλαδή) της Ναυπάκτου.
Επιτέλους, το 1407 η Δημοκρατία της Βενετίας αποφασίζει τελικά να αγοράσει τη Ναύπακτο, πεπεισμένη «για την στρατιωτική και εμπορική σημασία του τόπου και δεδομένου ότι τα έσοδα υπερέβαιναν τα έξοδα», όπως λέει ο Lazzarini. Έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί οι Τούρκοι να πάρουν τη Ναύπακτο και να γίνουν ο κίνδυνος για την Κέρκυρα, την Κορώνη και τη Μεθώνη, καθώς επίσης να βλάψουν τη ναυσιπλοΐα και το βενετικό εμπόριο.
Ο Lazzarini εξιστορεί στη συνέχεια, με βάση έκθεση του βενετού ευγενή Filippo Foscari –εξαδέλφου του τότε Δόγη Michele Steno- τα γεγονότα μετά την απόφαση της συγκλήτου να αγοραστεί η πόλη, αφού ήταν αδύνατο πια να καταληφθεί: «…Ανατέθηκε στον σερ Fantino Michieli να πάει στη Ναύπακτο και να επιδιώξει, δια μέσου συμφωνίας ή δια μέσου πληρωμής, να πάρει αυτό το κάστρο στο όνομα της Δημοκρατίας. Ο Fantino Michieli, Γενικός Καπιτάνο, γόνος βενετσιάνικης οικογένειας ευγενών πήγε στη Ναύπακτο σε ηλικία 57 ετών με 5 γαλέρες. Έφτασε εκεί περίπου μια ώρα πριν από το ξημέρωμα, έβγαλε άνδρες στην ξηρά πεζούς και άφησε άλλους στα κουπιά, δίνοντας ως αρχηγό στους πρώτους τον σερ Diedo Bertuccio, με την εντολή να τρέξει προς το κάστρο και να προκαλέσει ζημιές «δια πυρός και σιδήρου». Οι Βενετοί στην επίθεσή τους έβαλαν φωτιά στον οικισμό.
Ο άρχοντας, ο Παύλος Σπάτα, βρισκόταν εκτός του κάστρου για κυνήγι, και βλέποντας από την ύπαιθρο τον καπνό και τα σήματα που έστελναν από το κάστρο, φοβήθηκε μήπως υπήρχαν κακά νέα και επέστρεψε πίσω, μπαίνοντας μέσα στα τείχη από το ριβελλίνο (ήτοι από κάποιο προμαχώνα). Αμέσως εμφανίστηκε στα τείχη με πολλούς άνδρες του, χρησιμοποιώντας μπομπάρδες και τόξα, ενώ έριχναν και πέτρες. Απέκρουσαν του Βενετούς, από τους οποίους ο Diedo τραυματίστηκε από πέτρα στο κεφάλι και έσπασαν κάποια δόντια του. Επίσης, ο ναύαρχος και πολλοί άνδρες τραυματίστηκαν σοβαρά.
Από την άμεση και ισχυρή αντίσταση και λόγω του ότι το κάστρο ήταν απόρθητο, οι Βενετοί αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Τότε ζήτησαν με νοήματα, να έρθουν σε επαφή με τον άρχοντα της Ναυπάκτου για να συζητήσουν. Από πλευράς του αυτός έστειλε άμεσα δύο απεσταλμένους του στον κυβερνήτη Michiel ώστε να παραπονεθούν για την ξαφνική επίθεση, ισχυριζόμενοι για λογαριασμό του, ότι ήταν πάντα και θέλει να παραμείνει φίλος της Βενετίας. Αιτιολόγησε γιατί η ενέργεια έγινε χωρίς νόμιμο λόγο, κρίνοντας ότι όλα συνέβησαν εξαιτίας των κακών πληροφοριών που δόθηκαν στην Signoria.
Ο βενετός κυβερνήτης του έστειλε ένα μήνυμα ότι ήθελε να του μιλήσει και ότι σ’ αυτόν τον ίδιο θα του φανέρωνε πως είχαν τα πράγματα. Ο Παύλος Σπάτα αποδέχτηκε την πρόταση του Michiel, ζητώντας του salvo condotto (έγγραφο ελεύθερης επικοινωνίας) για την ασφαλή διεξαγωγή της συνάντησής τους. Αφού το πέτυχε αυτό ο Σπάτα, και έχοντας εμπιστοσύνη μετέβη στον σερ Fantino Michiel, ο οποίος, αφού άκουσε εκ νέου τις καταγγελίες του, απάντησε συντόμως ότι αυτό που έκανε ήταν γιατί ήθελε το κάστρο της Ναυπάκτου για τη Βενετία. Προσπάθησε ο ατυχής κύριος να προστατέψει τα δικαιώματά του με έγκυρα και νόμιμα επιχειρήματα και με πολλά λόγια, αλλά καθώς είδε τον mIchiel να επιμένει στο σκοπό του και του φάνηκε άτομα άκαμπτο, του είπε: «Miser Fantin, θα επιστρέψω στο κάστρο, και θα συμβουλευτών τους δικούς μου και στη συνέχεια θα απαντήσω οριστικά στην Εξοχότητά σας». Και ο Michiel: «Δε θέλω να κάνετε αυτό, αλλά να μου παραδώσετε το κάστρο, αλλιώς θα διατάξω να σας κόψουν το κεφάλι». Μάταια, ο Σπάτα υπενθύμισε στον Michiel ότι βρισκόταν υπό την προστασία του salvo condotto και ότι ο ίδιος έπραττε με πίστη για τους χειρισμούς του (του Michiel). Ο σερ Fantino με σκληρή έκφραση στο πρόσωπό του συμπλήρωσε: «Κοιτάχτε, έχετε ήδη ένα άλλο παρόμοιο κάστρο, και λόγω του εγγράφου της ελεύθερης επικοινωνίας δε θα διστάσω να έρθω στην κατοχή του (του κάστρου της Ναυπάκτου)».
Στον άρχοντα της Ναυπάκτου, που είδε ότι εξαπατήθηκε, δεν έμεινε άλλη επιλογή, παρά μόνο να παρακαλέσει τον καπετάνιο των βενετικών γαλέρων να σεβαστεί και να σώσει τουλάχιστον τη σύζυγό του, την αδελφή του, και όλα του τα πράγματα. Ο Fantino Michiel απάντησε ότι θα ενεργούσε πρόθυμα για τα όσα του ζήτησε και ότι επίσης ήθελε να του δώσει 1.500 χρυσά δουκάτα για την αγορά της περιοχής (του τα είχε παραχωρήσει η σύγκλητος για τον σκοπό αυτό). Ο Παύλος Σπάτα δεν ήθελε να παραδώσει τα «περιουσιακά στοιχεία του» για λεφτά, γιατί τόσα και περισσότερα από 1.500 δουκάτα κέρδιζε σε ετήσια έσοδα, αλλά στο τέλος εξαναγκάστηκε διά της βίας να οδηγηθεί με τις γυναίκες του, στην Πάτρα. Από εκεί ο Σπάτα, νέος τότε είκοσι χρονών, κατέφυγε στον πεθερό του στο Μοριά (στο Μυστρά) τον Θεόδωρο Παλαιολόγο, δεσπότη του Μωρέως, όπου και πέθανε δύο χρόνια μετά».
Ωστόσο, στον αλβανό ηγεμόνα δεν του είχε δοθεί κατά την αγορά ολόκληρο το ποσό των 1.500 δουκάτων, παρά μόνο 1.100 και έτσι το 1420, η Petronella, η αδελφή του και σύζυγος του Carlo I Tocco, άρχοντα του Αγγελοκάστρου, αξίωσε, μέσω του κουνιάδου της Franzi Foscari, τα υπόλοιπα.
Η παράδοση της Ναυπάκτου συντελέστηκε αρχές Ιουλίου 1407. Στη συμφωνία παράδοσης στους Βενετούς περιελήφθησαν οι αλυκές και τα ιχθυοτροφεία του Ανατολικού -δηλαδή η περιοχή του Μεσολογγίου-, που τα όριζε ο άρχοντας της Κεφαλονιάς Τόκκο, ο οποίος στη συνέχεια ζήτησε, χωρίς αποτέλεσμα, από τους ίδιους να επιστρφούν.
Στις 18.7.1407, η σύγκλητος αποφασίζει και στέλνει τους Ηρακλειώτες αδελφούς και βενετούς υπηκόους Πιέτρο και Ρανιέρι Κοντρόπουλο, επικεφαλής δύο λόχων, για τη φρούρηση της πόλης.
Έτσι, η Ναύπακτος μετά από 32 χρόνια αλβανική κατοχή -με μία διακοπή κάποιων μηνών γύρω στο 1378, όταν καταλήφθηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες, με φρούραρχο της πόλης τότε τον Ανζ ντε Περούζ (Ange de Perouse)- περιήλθε στους Βενετούς. Πριν οι Αλβανοί είχαν καταλάβει εύκολα την πόλη από τους Ναπολιτάνους, τους Ανζού.
Η σημαία του Αγίου Μάρκου θα κυματίζει στα τείχη της πόλης έως τις 29.8.1499, όταν θα παραδοθεί στο σουλτάνο Βαγιαζήτ το 2ο, ο οποίος για να την εκπορθήσει την απέκλεισε από στεριά και θάλασσα. Οι βενετικές γαλέρες, υπό την ηγεσία του αρχιστρατήγου Francesco Morosini, θα επιστρέψουν το απόγευμα της 25ης Ιουλίου του 1687. Το φτερωτό λιοντάρι της βασίλισσας της Αδριατικής θα εγκατασταθεί και πάλι στην πόλη για 14 χρόνια, εγκαταλείποντάς την οριστικά στις 4 Αυγούστου 1701, μετά τη συνθήκη του Κάρλοβιτς. Απομεινάρι της βενετικής παρουσίας, αργότερα επί τουρκοκρατίας στη Ναύπακτο, το προξενείο της Γαληνοτάτης, από το 1718 έως το 1739.
Υ.Γ. Σχηματίζουμε ομάδα για τη δημιουργία «Δικτύου Ελληνικών Πόλεων-Πρώην Βενετικών Κτήσεων», που θα έλθει σε επαφή με Αρχές και Φορείς της Βενετίας για καλλιέργεια σχέσεων και συνεργασία σε πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ομάδα που συγκροτούμε στη Ναύπακτο έχει την ονομασία «106» (δηλαδή τα χρόνια βενετικής κυριαρχίας σ’ αυτή την πόλη). Οι ενδιαφερόμενοι που επιθυμούν να πλαισιώσουν την προσπάθειά μας μπορούν να επικοινωνούν (εργάσιμες ημέρες και ώρες) με τον κ.Χρήστο Σιαμαντά (Ναύπακτος) στο τηλέφωνο: 26340 27339.