του Δημήτρη Χριστόπουλου
Στο δημόσιο λόγο της Ελλάδας, ο όρος «τρόικα» έχει εύλογα καταγραφεί ως το συνώνυμο της νεοφιλελεύθερης βουλιμίας. Η τρόικα, ως εικόνα, είναι τρεις κομψοί -στα όρια του ξερακιανού- τεχνοκράτες, στεγνοί στη δημόσια παρουσία τους και φυσικά ολιγομίλητοι. Μπαινοβγαίνουν με γοργό βήμα στα υπουργεία των Αθηνών. Καθορίζουν το περιεχόμενο και το χρονοδιάγραμμα των διαρθρωτικών αλλαγών που πρέπει να γίνουν. Διαπραγματεύονται (ή «διαπραγματεύονται», ο καθείς διαλέγει και παίρνει) με την ελληνική κυβέρνηση και διοίκηση. Εκφράζουν, μέσω διαρροών κυρίως, συχνότερα την ανησυχία, την οργή και την απογοήτευση, σπανίως την ικανοποίηση για τις ελληνικές επιδόσεις. Φεύγουν για να εκδηλώσουν ότι «δεν γίνεται δουλειά», ξανάρχονται για να την κάνουν, κ.λπ.…
Την τρόικα γενικώς δεν την ορεγόμαστε. Εύλογο. Κάποιοι την αποστρέφονται μετά βδελυγμίας διότι εκφράζει με τον πιο στυγνό τρόπο την οδύνη που σπέρνει η μνημονιακή αναδιάρθρωση και οι επαχθείς όροι των δανειστών του ελληνικού κράτους. Άλλοι, πάρα ταύτα, την αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση διότι θεωρούν ότι είναι το αναγκαίο κακό προκειμένου να αποφύγει η χώρα το «ατύχημα» της εξόδου από το ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η τρόικα είναι μια ετεροτοπία: ένας κόσμος «έτερος» στον χώρο ενός δεδομένου ευρύτερου κοινωνικού συνόλου (Foucault). Κάτι άλλο από εμάς λοιπόν. Ξένο σώμα με το οποίο, όσο κι αν κάποιος φρονεί ότι χρειάζεται, ή ότι «μας χρειάζεται», δεν μπορεί να ταυτιστεί. Περιττό να πω πόσο ανυπόφορη είναι για εκείνους που πιστεύουν ότι δε μας χρειάζεται. Η τρόικα λοιπόν είναι ο Άλλος με βαθιά υπαρξιακή έννοια.
Κι όμως, παρά αυτή την αποτύπωση της τρόικας ως ετερότητας, η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι. Φαντάζει αλλόκοτο, αλλά στην τρόικα κάπου είμαστε και εμείς. Συζητάμε για ένα διεθνή οργανισμό, το ΔΝΤ, και ένα υπερεθνικό μόρφωμα με την τράπεζά του, η ΕΕ με την ΕΚΤ, σώματα στα οποία εκπροσωπείται και η Ελλάδα. Και αν φυσικά το ελληνικό μερίδιο συμμετοχής σε έναν οργανισμό με την οικουμενική εμβέλεια του ΔΝΤ χάνεται ως καρφίτσα στον ωκεανό, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι στην περίπτωση της ΕΕ. Ναι, η ΕΕ σήμερα έχει διευρυνθεί καθοριστικά στον αριθμό των 28 κρατών από τα 15 που γνωρίζαμε για πολλά χρόνια, αλλά σ’ ένα σημαντικό βαθμό διατηρεί μια δομή που παραπέμπει και στον διακυβερνητικό της χαρακτήρα.
[…]
Κατά παράδοξη, σαδιστική, σύμπτωση, τη στιγμή που ο τρίτος της τρόικας -ο όντως ξένος – που έχει χρόνια στο κουρμπέτι της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης ανά τον κόσμο, κάνει δεύτερες σκέψεις, οι δικοί μας νεοφώτιστοι, όπως όλοι οι νεοφώτιστοι, δεν κάνουν βήμα πίσω στην υλοποίηση μιας βασανιστικής αναδιάρθρωσης, σε έναν πρωτοφανή (για εμάς τουλάχιστον) αγώνα με το χρόνο: «Ως αύριο την τάδε ώρα θέλουμε τα ονόματα 500 απολυμένων». Και τρέχουν τα υπουργεία … Η τρόικα κάνει λοιπόν μια δομική υπέρβαση αρμοδιότητας: επισκεπτόμενη τα κράτη-μέλη της που βιώνουν τη «κρίση χρέους» για να τα ξεχρεώσει και να τα εξορθολογήσει (λέει η κυρίαρχη αφήγηση) ουσιαστικά έχει υποκαταστήσει τη διοίκησή τους. De facto ασκεί διοίκηση. Είναι εκτελεστική εξουσία και το πρόβλημα εδώ δεν είναι τόσο ότι αυτά που υπαγορεύει σπέρνουν την κοινωνική οδύνη, αλλά ότι τα υπαγορεύει καταρχήν, διότι από πουθενά δεν προκύπτει δημοκρατική νομιμοποίησή της. Να το πω αλλιώς, δηλαδή: και σωστά πράγματα να υπαγόρευε η τρόικα, ως τέτοια δεν έχει θέση σε ένα δημοκρατικό πολιτειακό στερέωμα. Η τρόικα πρέπει να φύγει από την Ελλάδα όχι μόνο γιατί καταστρέφει την κοινωνία, αλλά διότι διαλύει την δημοκρατία.
Τότε, από πού νομιμοποιείται ότι η τρόικα διοικεί; «Από το ότι η Ελλάδα χρωστάει» θα μου απαντήσει ο κυνικός αναγνώστης. Θα το δεχθώ, πλην όμως ας σταματήσει επιτέλους η καραμέλα της δημοκρατίας στην Ευρώπη, την οποία εξάγουμε κιόλας, τρομάρα μας… Αυτό δεν είναι δημοκρατία. Είναι άλλο πράγμα.
Από μεθαύριο, το κράτος το οποίο πρώτα και πιο οδυνηρά υφίσταται την τρόικα θα προεδρεύσει στα 2/3 της. Μπορεί να ηχεί αλλόκοτο, αλλά θα είχε ένα νόημα να σκεφτούμε, όπως ο Γ. Μπουτάρης, αν η Ελλάδα έχει νόημα ή πρέπει να κάνει προεδρία… Τέτοια παράδοξα μόνο η Ευρώπη θα μπορούσε να φτιάξει: «Εσείς μας κυβερνάτε, αλλά εμείς σας προεδρεύουμε». Πιθανολογώ ότι σε κάποιους συνάδελφους στο πανεπιστήμιο που θεραπεύουν το άρτι συσταθέν γνωστικό αντικείμενο των Europeanization studies με τρόπο που απλώς μηρυκάζει τις πρακτικές της ΕΕ καθιστώντας τες επιστήμη, μπορεί τα προηγούμενα να φαίνονται αγοραίος λαϊκισμός. Θα τους πρότεινα λοιπόν, με κάθε ειλικρίνεια, αντί να επινοούν γνωστικά αντικείμενα που απλώς αντανακλούν με τόσο προφανή τρόπο την πολιτική τους προτίμηση και τον καθεστωτισμό τους, να στραφούν συνάμα στα πραγματικά γνωστικά αντικείμενα: την ευρωπαϊκή ιστορία και την πολιτική θεωρία, για να φωτίσουμε το πώς συγκροτείται ή πως δεν συγκροτείται body politic στη σκοτεινή ήπειρο (Mazower). Έτσι θα παλέψουμε από κοινού να πάρουμε τα μαθήματα που με στυγνό τρόπο μας αφιερώνει το ευρωπαϊκό παρελθόν. Αν το κάνουμε αυτό, μάλλον εύκολα θα καταλήξουμε στο ότι όπως επιχειρείται σήμερα, πολιτική κοινότητα αλληλεγγύης, άθροισμα που διαβάζει τον εαυτό του ως ενότητα, σίγουρα δεν συγκροτείται. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Ό,τι καλό έγινε τα τελευταία πενήντα χρόνια εξατμίζεται και νέες διαιρέσεις αναδύονται ή παλιές ξανάρχονται τρομακτικά στη μνήμη. Αλλά τι να κάνεις; Ευρώπη είναι αυτή. Δυσκολεύομαι λοιπόν να σκεφτώ αν θα υπήρχε άλλος γήινος πολιτισμός που να επινοούσε τέτοια διαστροφή: «Εσείς να μας διαλύετε και εμείς να σας συντονίζουμε (να μας διαλύετε)»…
*Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου στο thepressproject.gr