σχέδιο – επιμέλεια: Πάνος Μπίτσιος
Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα[i] (Don Miguel de Cervantes y Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός λογοτέχνης, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Το έργο του ανήκει χρονικά στη «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε μία εξαιρετική άνθιση στις τέχνες, ενώ ο ίδιος αποτελεί έναν από τους μείζονες λογοτέχνες παγκοσμίως. Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από το 18ο αιώνα.
Ο Θερβάντες γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, περίπου 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μαδρίτης, τέταρτος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του. Τα νεανικά του χρόνια, για τα οποία διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες, χαρακτηρίστηκαν από τις πολυάριθμες μετακινήσεις της οικογένειας σε διαφορετικές ισπανικές πόλεις. Τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα του χρονολογούνται το 1568, ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του, Γαλάτεια, εκδόθηκε το 1585. Από το 1570, και για αρκετά χρόνια, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ως υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα (Marquesa), στην πολιορκία της Κέρκυρας (1571), καθώς και στην εκστρατεία της Τύνιδας. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία, εργάστηκε στην Αυλή του Φιλίππου Β” ως φοροεισπράκτορας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του Δον Κιχώτη (1605), έργο που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό κόσμο. Το 1607 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
** περισσότερες πληροφορίες για τονΜιγκέλ ντε Θερβάντες στη wikipedia.
Ειναι γνωστό,ότι ο πρώτος τόμος του » Δον Κιχώτη» που εκδόθηκε το 1605, αποτέλεσε το έργο που καθιέρωσε τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες στο λογοτεχνικό κόσμο.
Ο Δον Κιχώτης (Don Quixote de la Mancha – Δον Κιχότε δε λα Μάντσα), με πλήρη τίτλο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha («Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας») είναι κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra).
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε, το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία.Είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάνο, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσα Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.
Για να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον Θερβάντες , όπως επίσης και τον »φημισμένο» του ιππότη <<Δον Κιχώτη>> ,ας δούμε ένα περιορισμένο απόσπασμα από το πρώτο του κεφάλαιο.
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΤΣΑ
(*Μετάφραση από τα Ισπανικά: Κων/νος Φαρίδης)
Σε κάποιο χωριό της Μάντσας[1], που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής[2] από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί.
Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του τρώγοντας, συχνότερα βοδινό κρέας παρά κατσικίσιο, σαλάτα από όσπρια με ξύδι τα περισσότερα βράδια, κομματάκια κρέας με σάλτσα τα Σάββατα, φακές τις Παρασκευές και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές.
Ζύγωνε τα πενήντα ο Ευγενής μας. Είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν και αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, ξυπνούσε πολύ πρωί και αγαπούσε το κυνήγι.
Ο Ευγενής αυτός, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει (και αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο), τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση και ευχαρίστηση, που ξεχνούσε το κυνήγι, αλλά και το κουμάντο του σπιτιού του. Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο διάβασμα, που περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος τη μια μετά την άλλη, και τις μέρες του με θολούρα και ζάλη. Και από την αϋπνία και το αδιάκοπο διάβασμα, του στέρεψε το μυαλό και σάλεψε το λογικό του.
Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθαρίσει κάποια παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα των προπάππων του που, για αιώνες, ήταν ριγμένα σε κάποια γωνιά. Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ[3]. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντη.
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Αφού γυάλισε τα όπλα του, και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και το άλογό του, το μόνο που του έλλειπε ήταν μια κυρία, ευγενής στην καταγωγή, με την οποία θα ήταν ερωτευμένος, γιατί ένας περιπλανώμενος ιππότης δίχως έρωτες, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν σώμα χωρίς ψυχή.
Σ’ ένα κοντινό χωριό ζούσε μια χωριατοπούλα, με πολύ ωραίο παρουσιαστικό που κάποτε την είχε ερωτευτεί, αν και όπως εννοείται, εκείνη ούτε το έμαθε, ούτε και το κατάλαβε ποτέ. Τη λέγανε Αλδόνσα Λορένσο. Προσπάθησε λοιπόν να βρει και γι’ αυτήν ένα όνομα που να μην υστερεί πολύ από το δικό του και που να ακούγεται σαν όνομα πριγκίπισσας ή αριστοκράτισσας. Κατέληξε να την ονομάσει Δουλσινέα από το Τομπόσο[4], όνομα που, κατά τη γνώμη του, ηχούσε γλυκά στα αυτιά[5], αλλά και φανέρωνε τον τόπο καταγωγής της.
[1]La Mancha. Περιοχή της κεντρικής Ισπανίας
[2] Ο συγκεκριμένος βαθμός ευγενείας που είχε ήταν αυτός του Ιδαλγού (hidalgo),ο κατώτερος ιεραρχικά
[3]Εl Cid. Εθνικός ήρωας της Ισπανίας (1043-1099)
[4]Τoboso. Χωριό της επαρχίας Λα Μάντσα
[5]Dulcinea. Από τη λέξη dulce που στα Ισπανικά σημαίνει γλυκό.