της Μαρίας Κατσουνάκη
Είμαστε στον δρόμο για την ανάκαμψη και την πρόοδο ή οι πολιτικές που προτείνονται και οι αξίες που προβάλλονται στη δημόσια σφαίρα αναπαράγουν συντηρητικές αντιλήψεις, προοιωνιζόμενες μόνο πισωγυρίσματα;
Τί σημαίνει για τον πολιτισμό η επιστροφή σε συνδικαλιστικά αιτήματα που ενισχύουν το «εθνικό», θεωρώντας ταυτότητα το παρελθόν και απειλή κάθε αναζήτηση στο παρόν;
Τί σημαίνει η μυστικοποίηση της πολιτικής ζωής; Οταν ο ηγέτης της εν Ελλάδι Ριζοσπαστικής Αριστεράς ζητά να απομονωθεί με θαυματουργές εικόνες στο Αγιον Ορος για να προσευχηθεί ή να διαλογιστεί ή να αναστοχαστεί; Ή όταν συγκρίνει τους Ζαπατίστας με τους μοναχούς του Αγίου Ορους, αποκρύβοντας ότι οι μεν υποστηρίζουν την κοινοκτημοσύνη, ενώ οι δε εξασφαλίζουν εξαιρέσεις από τον νόμο για να προστατεύσουν την περιουσία τους;
Τί σημαίνει όταν ο πρωθυπουργός μιας χώρας επισκέπτεται μια ανασκαφή σε εξέλιξη από την οποία αναμένεται να ανακοινωθούν προσεχώς ιδιαίτερα σημαντικές ανακαλύψεις; Οταν, δηλαδή, και πάλι το παρελθόν καλείται να «ξελασπώσει» το αδιέξοδο και ασφυκτικό παρόν;
Τί σημαίνει να εφαρμόζονται πολιτικές (στην παιδεία ή στην υγεία) που κατευνάζουν ή θωπεύουν συμφέροντα, ενώ οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες βρίσκουν από τη μία ισχυρές αντιστάσεις και από την άλλη όλο και πιο ασθενείς προθέσεις εκ μέρους των «μεταρρυθμιστών»;
Η προσκόλληση της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας σε συντηρητικές πολιτικές και αντιλήψεις τροφοδοτείται διαρκώς με νέα επεισόδια, ενώ ό,τι συνιστά πρόοδο, δηλαδή επαφή με πραγματικά προβλήματα και προσπάθεια να βρεθούν λύσεις ριζικές και όχι εμβαλωματικές, αναβάλλεται επ’ αόριστον. Η έξοδος της Ελλάδας από τον απομονωτισμό επανεπιχειρείται στον αντίποδα του (εξ)ορθολογισμού, με βοήθεια υπερφυσικών δυνάμεων ή διαρκή επιστροφή στην παράδοση, όποια έννοια κι αν έχει η λέξη αυτή για την εν Ελλάδι Δεξιά ή Αριστερά.
Η τετραετής εντεινόμενη κρίση εκτρέφει πολιτικές που επιστρέφουν τη χώρα στις «στέρεες βάσεις» του παρελθόντος. Υστερα από τον ισχυρό κλονισμό ο οποίος φάνηκε προς στιγμήν να επανατοποθετεί αξίες και να εξορίζει λογικές που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, συνδεόμαστε και πάλι με ό,τι μπορεί να προκαλέσει μόνο καταστροφή. Στον χορό της οπισθοδρόμησης η αξιωματική αντιπολίτευση έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η επαναστατική ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ μόνο προοδευτική αλλαγή δεν προοιωνίζεται. Τα παραδείγματα πυκνώνουν. Στην προσπάθειά του να συσπειρώσει το ετερόκλητο ακροατήριό του, με ψηφοφόρους που κινούνται ανάμεσα στο «να αλλάξουν όλα» και στο «να μην αλλάξει τίποτα», αντλεί από τη δοκιμασμένη συνταγή του παρελθόντος αποφεύγοντας όλο και περισσότερο τις αχαρτογράφητες δυναμικές του παρόντος.
Σε αυτήν την κούρσα συντηρητικοποίησης της πολιτικής ζωής, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ λες και αντιμάχονται ποιος θα έχει το προβάδισμα. Αν μάλιστα ο πολιτισμός είναι το πεδίο που στέλνει ένα ισχυρό σήμα στο μέλλον, γιατί οι δημιουργοί αφουγκράζονται και μετασχηματίζουν ταχύτερα τα πάθη, τους φόβους και τις ανησυχίες της κοινωνίας, στον τομέα αυτό ο κίνδυνος του πισωγυρίσματος είναι περισσότερο από εμφανής.
Η προοπτική να λειτουργήσει φέτος το καλοκαίρι η σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στον ανασκαφικό τουρισμό προκάλεσε την αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ (με ερώτηση που κατέθεσαν οκτώ βουλευτές του). Λίγες εβδομάδες αργότερα μια νέα ερώτηση (των ίδιων σχεδόν, αυξημένων κατά έναν, βουλευτών) έστελνε το μήνυμα ότι το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης βαδίζει προς τη λάθος κατεύθυνση γιατί δεν στηρίζει το ελληνικό σινεμά. Το ενδιαφέρον είναι να διερευνήσουμε πώς εννοούν το «ελληνικό σινεμά» τόσο η Κουμουνδούρου όσο και το Μαξίμου. Αν, δηλαδή, τα πρόσωπα που ασχολούνται εκατέρωθεν με το θέμα είναι πιο κοντά στην αισθητική του «Ζορμπά» ή του «Κυνόδοντα». Και για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις, ασφαλώς και δεν αναφερόμαστε στο αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό μέγεθος του Μιχάλη Κακογιάννη. Ομως το συμβολικό φορτίο του ανυπότακτου Ελληνα, κράμα παθιασμένου τυχοδιώκτη, σοφού Οδυσσέα, αυθεντικά ανοιχτόκαρδου και συγκινητικά δαιμόνιου, μήπως είναι πιο ελκυστικό τουριστικά για τη χώρα από τη δυσλειτουργική οικογένεια που εμπνεύστηκε ο Γ. Λάνθιμος, οδηγώντας την ταινία του στις υποψηφιότητες των Οσκαρ; Το «αλλόκοτο κύμα» του νέου ελληνικού κινηματογράφου, που βρίσκεται σε εξέλιξη την τελευταία πενταετία, έφερε πολλά βραβεία και αναγνώριση αλλά όχι μια «καλύτερη εικόνα» της Ελλάδος, ως διαφημιζόμενου προϊόντος – προορισμού, διατείνονται ορισμένοι. Κι αυτό το θεωρούν μειονέκτημα. Τι σημαίνει όμως όταν το «γούστο» επιβάλλεται μέσα από διοικητικά συμβούλια, που έχουν αποφασιστικό ρόλο, προσδιορίζοντας σε έναν βαθμό (ευτυχώς μόνον σε «έναν») το επόμενο βήμα της ελληνικής κινηματογραφίας;
Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό. Οταν η πολιτική ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) συντάσσεται με αυτό που γνωρίζει και ελέγχει, αποφεύγοντας (αν όχι απαξιώνοντας) το νέο και υπό διαμόρφωση, καμία αλλαγή δεν μπορεί να είναι εφικτή. Δεν είναι θέμα μόνο πολιτισμού αλλά πολιτισμικής πολιτικής, ιδεολογικής προσέγγισης. Οι εποχές που ο στείρος κοσμοπολιτισμός αναμετριόταν με την εντοπιότητα, παράγοντας ο πρώτος μια σχεδόν ανύπαρκτη ταυτότητα και ο δεύτερος έναν υπερδιογκωμένο εαυτό, έχουν παρέλθει. Η έξοδος της Ελλάδας «στις αγορές» –για να δανειστούμε τον όρο της οικονομίας– της τέχνης δεν γίνεται ούτε με άκριτο μιμητισμό ούτε με δοξαστικό αυτοθαυμασμό και εθνική περιχαράκωση. Οπως οι Ελληνες σκηνοθέτες προκαλούν ρωγμές, συνθέτοντας τη δική τους γλώσσα, μέσα από τις εικόνες όχι μόνο μιας χώρας αλλά και ενός κόσμου σε κρίση, το ίδιο θα όφειλαν να κάνουν και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές. Να συγκρουστούν με τα συμφέροντα, με πάσης φύσεως «πελάτες», αρνούμενες να αναπαράγουν σχέσεις και θέσεις που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο συντηρητισμός, απότοκο φόβου και νοσταλγίας, μοιάζει καθησυχαστικός, έτσι καθώς αντιστρατεύεται την αξιοκρατία, στηρίζεται στην ισοπέδωση και στην ομοιομορφία. Ξορκίζοντας όμως το νέο, δεν αναβιώνεις το παλιό. Απλώς πισωγυρίζεις.
*Το άρθρο της Μαρίας Κατσουνάκη δημοσιεύτηκε στις 16/8/2014 στην «Καθημερινή»