της Μαρίλης Μαργωμένου
Πέντε λεπτά μετά την ώρα του ραντεβού, ο Αργύρης παρκάρει στο απέναντι πεζοδρόμιο ένα γκρίζο Φορντ χιλιοτρακαρισμένο. «Ακόμα κυλάει αυτό;», του λέει ο Νίκος κάνοντας πως κλωτσάει την πίσω ρόδα του Φορντ. «Ασε ρε φίλε». Ο Αργύρης στο αριστερό χέρι κρατάει ένα άσπρο – μπλε χαρτάκι. «Μου ζητάνε να τον πληρώσω 300 ευρώ τον κουβά που βλέπεις. Το πιστεύεις;». Οπως πλησιάζει, διακρίνω καλύτερα αυτό που κρατάει ο Αργύρης: είναι το έντυπο των τελών κυκλοφορίας. «265 ευρώ» γράφει μια γραμμή κάτω απ’ τον αριθμό του αυτοκινήτου. Ο Αργύρης σχεδόν παραμιλάει. «Το Φιέστα του 2010 πληρώνει 300 ευρώ, κι εμένα με πληρώνουν 500 ευρώ».
Είναι τα μαθηματικά των τελών κυκλοφορίας – αυτά που κάνουν τους οδηγούς να νιώθουν πιο σκράπες από ποτέ. Οπως ο Πέτρος, που έχει φορτωθεί το τζιπ του πατέρα του, «και την έχω πατήσει για τα καλά!». Το τζιπ, βλέπετε, είναι 3.700 κυβικά, κι ο μισθός του Πέτρου μόλις 1.000 ευρώ τον μήνα. «Ο πατέρας μου έδωσε το εφάπαξ του και το πήρε μεταχειρισμένο το 2009», λέει ο Πέτρος. «Και τώρα εγώ ρίχνω πάνω του όλο μου τον μισθό κάθε που έχει πρώτη ο Ιανουάριος». Η Παρασκευή, η γυναίκα του Πέτρου, κουνάει το κεφάλι. «Δεν πουλιέται με τίποτα. Ούτε τζάμπα δεν το παίρνει κανείς», λέει. «Μπήκε ο Πέτρος στο “taxis” να δει τα τέλη κυκλοφορίας, και ευτυχώς δεν είχαν βάλει ακόμα τον φόρο πολυτελείας, γιατί θα το παθαίναμε το εγκεφαλικό. Τόσα λεφτά ούτε ξέρω πού θα τα βρούμε».
Από πέρυσι, που το χρυσοπλήρωσαν πρώτη φορά, το τζιπ είναι η μόνιμη αιτία τσακωμού ανάμεσα στους δυο τους. «Εγώ λέω να το παίρνουμε τουλάχιστον στις εκδρομές» λέει ο Πέτρος, «αλλά η Παρασκευή απαντά πως και με ταξί ακόμα, είναι καλύτερα να πάμε με τόση βενζίνη που θέλει. Ασε που στα φανάρια με κοιτάνε σα να είμαι μέλος της τρόικας». Η Παρασκευή δίπλα του, τον κοιτάζει με νόημα. «Πάντως υπάρχει και η τροχαία για να καταθέσεις τις πινακίδες», λέει κοφτά. «Υπάρχουν όμως και οι άτοκες δόσεις στις τράπεζες», απαντάει εξίσου κοφτά ο Πέτρος.
Στην αντίπερα όχθη, υπάρχουν κι εκείνοι που για να ξεφύγουν απ’ την παγίδα του taxis, βγήκαν στην παρανομία. «Απ’ το 2012 έχω να πληρώσω τέλη», λέει ο Ευγένιος που δουλεύει σερβιτόρος και παίρνει 600 ευρώ καθαρά. «Το αυτοκίνητό μου είναι σαράβαλο, αλλά έχει 2.000 κυβικά, οπότε αν το πλήρωνα θα έπρεπε να αρχίσω να κλέβω φαγητό απ’ το ταβερνείο που δουλεύω», λέει ο νεαρός. Κι έτσι, το ρίσκαρε. Μου διηγείται πως όλη τη χρονιά κυκλοφορούσε κυρίως βράδυ, και πάντα στην αριστερή λωρίδα. «Ημουν τυχερός και δεν με πιάσανε», λέει. «Αλλά το άγχος δεν αντέχεται. Εφέτος μάλλον θα τις καταθέσω τις πινακίδες, δεν πάει άλλο». Οπότε, θα μπει σε εφαρμογή άλλο κόλπο. Οι «δύο μέρες τον μήνα», που λέει ο Ευγένιος.
«Μου το είπε ο ξάδελφός μου», μου εξηγεί «και σκέφτομαι να το κάνω κι εγώ». Στα επόμενα λεπτά, διαπιστώνω πως ο νεαρός έχει εκπονήσει συγκεκριμένο σχέδιο για να ξεγελάσει το σύστημα. «Αμα παραδώσεις πινακίδες», λέει, «μπορεί να κυκλοφορείς νόμιμα δύο μέρες τον μήνα. Παίρνεις προσωρινή άδεια από την εφορία, μ’ αυτήν βγάζεις μια προσωρινή πινακίδα από χαρτόνι, πληρώνεις τέσσερα ευρώ για κάθε μέρα, και είσαι κομπλέ!». Ο νεαρός λέει πως η μόνη προϋπόθεση είναι να βρίσκεις κάθε μήνα μια ευφάνταστη δικαιολογία. «Τη μία τους λες πως πας να δείξεις το αυτοκίνητο σε υποψήφιο αγοραστή, την άλλη πως το πας στο συνεργείο, την τρίτη πως πρέπει να του κάνεις σέρβις… Τελικά, όλο στον δρόμο είσαι!». Ο Ευγένιος είναι έτοιμος να εφαρμόσει το κόλπο. «Δεν είναι άσχημα να είσαι νόμιμος δύο μέρες τον μήνα», κάνει. «Και τις άλλες μέρες;», τον ρωτάω. «Εξαρτάται!», απαντά ο νεαρός. «Αν θες να το ρισκάρεις, βγαίνεις και πας αλάργα απ’ τα μπλόκα. Αν όχι, αφήνεις το κλειδί στην άκρη, και παίρνεις το λεωφορείο».
*Το άρθρο της Μαρίλης Μαργωμένου δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» στις 16/12/2013