του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Επί 364 ημέρες τον χρόνο, Κυριακές και εορτές συμπεριλαμβανομένες, τους απεχθανόμαστε. Τους θεωρούμε ψευτοήρωες που ξεγέλασαν και πρόδωσαν τα αγνά αισθήματα του λαού διότι σταδιοδρόμησαν με την αγάπη και τον σεβασμό που τους έδειξε. Σταδιοδρόμησαν; Και λίγα λέω. Κυβέρνησαν, άσκησαν εξουσία, διορίστηκαν σε υπουργεία, άλωσαν τις ΔΕΚΟ, τα πανεπιστήμια και τα σχολεία, πλούτισαν. Και όλα αυτά για ποιο λόγο; Ελα ντε. Αφού κανείς δεν θυμάται πια τι έγινε τη νύχτα εκείνη στο Πολυτεχνείο, ποιοι ήσαν και ποιοι δεν ήσαν εντός, εκτός και επί τ’ αυτά. Αντιθέτως, εκείνο που ξέρουμε πολύ καλά είναι ότι η γενιά του Πολυτεχνείου ευθύνεται για όλα τα δεινά της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ετσι τουλάχιστον αποφαίνονται οι πιο πρόσφατες ιστορικές έρευνες και οι πολιτικές αναλύσεις. Ακόμη και όσοι δεν συμφωνούν πως «όλοι μαζί τα φάγαμε», ομοφωνούν πως «όλοι μαζί τα έφαγαν», «όλοι αυτοί». Εκαναν ένα μεροκάματο και την έβγαλαν για μια ολόκληρη ζωή. Εφεραν τη διαπλοκή, τη διαφθορά. Μόνο τη γρίπη των πτηνών δεν έφεραν, αν και ποτέ δεν ξέρεις με ποιον τρόπο συναχώνονται, διότι αυτοί είναι τόσο καπάτσοι, που ακόμη και από το συνάχι τους ξέρουν να εισπράττουν πολιτική υπεραξία.
Για μία όμως ημέρα τον χρόνο, στις 17 Νοεμβρίου, τους λατρεύουμε. Τους αλλάζουμε τα φώτα με Ξυλούρη, Λοΐζο και Νταλάρα, καταθέτουμε στεφάνια στην κεφαλή του Νίκου Σβορώνου που φέρει την υπογραφή Μακρή, του Μέμου και όχι της Ραχήλ όπως επισήμανε προχθές ο Πετρουλάκης, και κάνουμε δηλώσεις. Δηλώσεις βαρύγδουπες, δηλώσεις που θα τις θέλαμε ιστορικές, χωρίς εννοείται να ζητάμε τη γνώμη της Ιστορίας. Διακηρύσσουμε, στη διάρκεια αυτού του εικοσιτετραώρου, το οποίο εκτείνεται σε ένα ολόκληρο τριήμερο, πως αυτοί έφεραν το αίτημα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία επί χούντας, κινδύνευσαν για εμάς και τα παιδιά μας. Απόδειξη η ματωμένη σημαία που μπαίνει επικεφαλής της πορείας. Για χάρη τους θυμόμαστε τον αντιιμπεριαλισμό μας, τον αντιαμερικανισμό μας και την ηρωική εκείνη εποχή που είχαμε μούσια –προσωπικά, δεν είχα ποτέ– και μαλλιά φουντωτά και μακριά.
Πότε λέμε την αλήθεια στον εαυτό μας; Οταν τους απαξιώνουμε ή όταν τους αποθεώνουμε; Στις 364 ημέρες της καθημερινότητας ή στη μία της εορτής και της επετείου; Λεπτομέρειες θα μου πείτε. Πάνω και πέρα από την αλήθεια είναι οι λέξεις που τις αγαπάμε και τις πετάμε όπως μας κατέβει, πότε για ζήτω και πότε για γιούχα. Αν μη τι άλλο, αυτές οι αντιφάσεις φτιάχνουν το ψυχικό μεγαλείο του λαού μας. Αυτές που οι μικρονοϊκοί καρτεσιανοί της Δύσης και των βαλανιδιών της τις χρησιμοποιούν για να λένε ότι δεν ξέρουμε τι μας γίνεται και πού μας παν τα τέσσερα. Εμείς μόνο ξέρουμε πως μόνον άμα δεν ξέρεις τι σου γίνεται μπορείς να απελευθερωθείς από τις φριχτές αλυσίδες της φαιάς ουσίας.
Θα μου πείτε όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Αφού σήμερα το ημερολόγιο δείχνει 19 Νοεμβρίου, έχουμε ήδη μπει στη μακρά περίοδο της απαξίωσης του Πολυτεχνείου και της γενιάς του και μέχρι του χρόνου στις 17 έχουμε όλον τον καιρό για να ηρεμήσουμε. Προχθές αναρωτιόμουν τι γιορτάζουμε στο Πολυτεχνείο. Αναγνώστες έως και τα δημοκρατικά μου αισθήματα έφτασαν να αμφισβητήσουν. Το ψωμί και το τυρί του δημόσιου διαλόγου στους καιρούς μας είναι να λέει ο ένας τον άλλον «φασίστα», «χουντικό» – λες και λείπουν οι γνήσιοι φασίστες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Δεν ξέρω αν είναι οι ίδιοι που τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου απαξιώνουν τη γενιά που έκανε το Πολυτεχνείο, επειδή ακριβώς δεν έκαναν ποτέ τον κόπο να αναρωτηθούν για ποιον πραγματικό λόγο τιμούμε τη μνήμη της ημέρας εκείνης. Τα ταμπού ποτέ δεν βοήθησαν τη δημοκρατία.
*Το άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου δημοσιεύτηκε στις 19/11/2003 στην «Καθημερινή«