Οι αρχιτέκτονες της Ναυπακτίας διαμαρτύρονται τόσο για τη μη προστασία όσο και τη συντήρηση και αποκατάσταση του οχυρωματικού τείχους του Ενετικού λιμανιού.
Αναλυτικά η διαμαρτυρία των αρχιτεκτόνων:
Ο προσεταιρισμος αρχαίων μνημείων σε μετέπειτα κατασκευές είναι μια πρακτική που έχει τις ρίζες της βαθειά στην ανθρώπινη ιστορία. Μετά την αναγέννηση, εποχή στην οποία η τεχνολογία κατέστησε παρωχημένα τα οχυρωματικά έργα στις πόλεις, ήταν συχνό το φαινόμενο στα ιστορικά και περιτειχισμένα τμήματα, η πολεοδομική πίεση που ασκούνταν από τον πληθυσμό που μεγάλωνε να οδηγήσει στην φθορά των παλιών τειχών.Τμήματα γκρεμίστηκαν για να ανοιχτούν δρόμοι, να κατασκευαστούν νέα κτίρια ή σε κάποιες περιπτώσεις γκρεμίστηκε τμήμα του πάχους οχυρώσεων και ανοίχτηκαν παράθυρα για λειτουργικούς λόγους.
Αυτή η πρακτική ουσιαστικά αποτελεί παρελθόν στην Δυτική Ευρώπη καθώς η σχετική νομοθεσία επιβάλλει βαρύτατες ποινές για τέτοιες περιπτώσεις (κατεδαφίσεις, ανοίγματα παραθύρων, εξάπλωση χώρων προς ιστορικά τμήματα μνημείων). Οι Υπηρεσίες διάσωσης μνημείων ασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με την συντήρηση, αποκατάσταση και τις περιορισμένες μετατροπές στο εσωτερικό ιστορικών κτιρίων και οχυρώσεων , με το φωτισμό ανάδειξής τους και την προβολή τους ώς αξιοθέατα – μάρτυρες του ιστορικού παρελθόντος.
Το οχυρωματικό τείχος της πόλης μας, παρόλο τις φθορές που έχει υποστεί από τον χρόνο και δυστυχώς από ανεύθυνες ανθρώπινες παρεμβάσεις διατηρείται στο μεγαλύτερο τμήμα του (80 με 85%). Λειτουργικότατο ως το 1828 για το ρόλο που κατασκευάστηκε, υπέστη μεγάλες φθορές κατα την διάνοιξη των κυρίων οδών στην Ναύπακτο. Οι αρχικές μεγάλες επεμβάσεις κατέστρεψαν το τείχος σε τέσσερα σημεία και μετέπειτα καταστράφηκε αδικαιολόγητα η ντάπια στην παραλία, στο αδιέξοδο της οδού Αγελάου, όμως πριν από πολλά- πολλά χρόνια.
Οι νέοι κάτοικοι της πόλης στην απελευθερωμένη Ελλάδα του 1830 και μεταγενέστερα συνέχισαν να «κολλάνε» κτίρια στο τείχος, ακόμη και στα χαμηλά σημεία του κάστρου (παραλιακά μέτωπα, ανατολικό χερσαίο κομμάτι) και αρκετές αυλές έχουν απ’ευθείας πρόσβαση σε αυτό.
Δυστυχώς στην συνείδηση κάποιων το τείχος δέν είναι κοινή πολιτιστική κληρονομια. Εν έτει 2013 κάποιοι (ευτυχως ελάχιστοι) στην καλύτερη περίπτωση το θεωρούν κομμάτι του φράχτη τους που αλλάζει στύλ ανάλογα με την αυλή τους και στην χειρότερη ένα εμπόδιο, ενα σωρό πέτρες που τους κόβει τη θέα στη θάλασσα και πρέπει να χαμηλώσει.
Παρά τις διαμαρτυρίες μας σχετικά με την προστασία και αποκατάσταση του τείχους του κάστρου του Λιμανιού της Πόλης μας, παρατηρούμε ότι συνεχίζεται η ανεξέλεγκτη καταστροφή του και η φθορά του εσωτερικά του λιμανιού να εντείνεται επικίνδυνα με φαινόμενα άμεσης κατάρρευσης.
Καθημερινά τα ήδη υπάρχοντα κενά στην θέση που βρίσκονται οι πολεμίστρες, στα εξωτερικά τείχη, μεγαλώνουν και «ξεπροβάλουν» κάγκελα, σωσίβια, τραπεζάκια, ομπρέλες σκίασης και διάφορα άλλα.
Τονίζοντας ακόμη μια φορά την ανάγκη να ληφθούν μέτρα τα οποία θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα συνολικά, λόγω της ιδιαιτερότητας του μνημείου και της μεγάλης πολιτιστικής του αξίας, καλούμε τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες να ετοιμάσουν μελέτες, οι οποίες θα αποτυπώνουν το μέγεθος του προβλήματος. Οι διαδικασίες θα πρέπει να είναι σύντομες και όταν αξιολογηθούν οι προτάσεις να προχωρήσουν σε ολική αποκατάσταση των τειχών του λιμανιού και όχι σε απλές εργασίες στερέωσης και αρμολογήματα (μερεμέτια).
Η κατ” αυτό τον τρόπο εννοούμενη προστασία έχει από δεκαετίες γίνει πλέον συνείδηση στις προηγμένες χώρες και έχει θεσμοθετηθεί μέσω διεθνών συμβάσεων όπως ο Χάρτης της Βενετίας, η διακήρυξη του Άμστερνταμ, η Σύμβαση της Γρανάδας κ. ά.
Οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κατανοήσουν οτι ένα φθαρμένο μνημείο με τμήματα υπό κατάρρευση, υποσκαφα απο την μη συντηρηση του, δημιουργει αφενος μεν σοβαρή επικινδυνότητα ολικής κατάρρευσης του, αφετέρου δε δίνει μία καλή δικαιολογία σε κάποιους να το γκρεμίζουν σιγά-σιγα, πέτρα μετά την πέτρα.
Αντίθετα, άν υπήρχε η πρόνοια να συντηρηθεί τουλάχιστο όπως το γειτονικό κάστρο του Αντιρρίου, δεν θα υπήρχαν τα παραπάνω φαινόμενα.