του Νικόλαου Κ. Δημητρόπουλου, οικονομολόγου – υποψήφιου Περιφερειακού Συμβούλου με την «Αντίσταση Πολιτών Δ.Ελλάδας»
Από το Δεκέμβριο του 2000 έχει τεθεί σε ισχύ η Ευρωπαϊκή Οδηγία – Πλαίσιο 2000/60/ΕΚ για τη διαχείριση των Υδάτων. Αποτελεί μία ολιστική και καινοτόμο προσπάθεια προστασίας και διαχείρισης όλων των υδατικών πόρων, η οποία προέκυψε μετά από μία μακροχρόνια περίοδο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της Οδηγίας σε ότι αφορά την αντίληψη του νερού ως πόρου όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για τη φύση. Οι «καινοτομίες» της Οδηγίας εκφράζονται μέσα από την εισαγωγή νέων στο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο εννοιών και συνολική εξέταση θεμάτων, όπως:
• Η εφαρμογή ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων σε επίπεδο λεκάνης απορροής.
• Η εισαγωγή της έννοιας της «οικολογικής κατάστασης» των επιφανειακών υδάτων ως κύριο κριτήριο για την αξιολόγηση της ποιότητάς τους.
• Η ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών νερού, ορίζοντας ως συνιστώσες αυτού όχι μόνο το οικονομικό κόστος, αλλά και το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος φυσικών πόρων. Για πρώτη φορά στην πολιτική της ΕΕ για το περιβάλλον, ένα νομικό κείμενο προτείνει οικονομικές αρχές και οικονομικά εργαλεία ως βασικά μέτρα για την επίτευξη συγκεκριμένων περιβαλλοντικών στόχων, αξιοποιώντας τις θεωρητικές επεξεργασίες του ΟΟΣΑ.
• Η συμμετοχή του κοινού και όλων των ενδιαφερόμενων στη λήψη αποφάσεων για την διαχείριση υδάτινων πόρων.
Έτσι, η Οδηγία απαιτεί την εκτέλεση πολυάριθμων προπαρασκευαστικών εργασιών, που οδηγούν στην υιοθέτηση -μέχρι τον Δεκέμβριο του 2009- Προγραμμάτων Μέτρων, τα οποία εντάσσονται στο Σχέδιο Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής Ποταμού και της εφαρμογής του. Μετά τον πρώτο εξαετή κύκλο εφαρμογής του Σχεδίου Διαχείρισης που λήγει το 2015, ακολουθούν άλλοι δύο κύκλοι ίδιας διάρκειας, προσδίδοντας χρονικό ορίζοντα εφαρμογής της ΟΠΥ μέχρι το τέλος του 2027.
Το εκπονηθέν πρόσφατα Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων Υδατικού Διαμερίσματος Δυτικής Στερεάς Ελλάδας από το ΥΠΕΚΑ το οποίο με το αντίστοιχο της Θεσσαλίας δεν έχουν εγκριθεί ακόμη(για ευνόητους λόγους) αποτελεί το πρώτο κατά την Οδηγία Πλαίσιο, Σχέδιο Διαχείρισης και αναφέρεται στην περίοδο έως το 2015,αξιοποιώντας μεγάλο μέρος της διαθέσιμης πληροφορίας για τον εντοπισμό των σημείων που χρήζουν
προσοχής και τη λήψη αντίστοιχων μέτρων διαχείρισης και προστασίας των νερών. Το σχέδιο θα συμπληρώνεται δυναμικά από τα δεδομένα που θα προκύψουν από το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης των νερών έτσι ώστε να επικαιροποιηθούν οι στόχοι και τα αναγκαία μέτρα στο διαχειριστικό σχέδιο της περιόδου 2015-2021. Το Υδατικό Διαμέρισμα Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (ή υδατικό διαμέρισμα GR04 σύμφωνα με την κωδική του αρίθμηση) αποτελεί ένα από τα 14 Υδατικά Διαμερίσματα της χώρας. Εκτείνεται στο βόρειο τμήμα της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας στην οποία εμπίπτει και η μεγαλύτερη του έκταση. Περιλαμβάνει ακόμη μέρος των Περιφερειών Στερεάς Ελλάδας και Ιονίων Νήσων, μικρό μέρος της Περιφέρειας Θεσσαλίας, και ελάχιστο μέρος της Περιφέρειας Ηπείρου. Τα γεωγραφικά του όρια αποτελούν το όρος Λάκμος προς τα βορειοδυτικά, ο ορεινός όγκος της Πίνδου, των Βαρδουσίων και της Γκιώνας προς τα ανατολικά, τα όρη Βάλτου και Αθαμανικά, ο Αμβρακικός Κόλπος και το Ιόνιο Πέλαγος προς τα δυτικά, ο Κορινθιακός Κόλπος και ο Πατραϊκός κόλπος προς τα νότια. Η συνολική έκταση του διαμερίσματος είναι 10.199 km2, από τα οποία τα 303 km2 ανήκουν στη Λευκάδα και τα 53 km2 σε άλλα, μικρά νησιά.
Θέση, όρια και κύριες λεκάνες του Υδατικού Διαμερίσματος Δ. Στερεάς Ελλάδας
Το Υδατικό Διαμέρισμα της Δ. Στερεάς Ελλάδας έχει σημαντικές γεωγραφικές ιδιαιτερότητες και φυσικούς πόρους (μεγάλα ποτάμια, λίμνες, λιμνοθάλασσες), σημαντικά ιστορικά κέντρα (Ναύπακτος, Μεσολόγγι),αξιόλογα ορεινά τοπία. Το υδατικό διαμέρισμα είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος του ορεινό, με τις κυριότερες εξάρσεις στο ανατολικό τμήμα του. Οι μόνες πεδινές περιοχές εμφανίζονται στα παράλια του Μεσολογγίου, στην πεδιάδα Αγρινίου και στην παραλιακή περιοχή της Βόνιτσας. Στο διαμέρισμα αναπτύσσεται από βορρά προς νότο η οροσειρά της νότιας Πίνδου, η οποία περιλαμβάνει τα Αθαμανικά, τα Άγραφα, τον Τυμφρηστό, το Παναιτωλικό και τα Βαρδούσια. Τα υψόμετρα φτάνουν τα 2.416 m (Αθαμανικά) ως 1.924 m (Παναιτωλικό). Στα δυτικά εμφανίζονται χαμηλότερα βουνά (Βάλτου και Ακαρνανικά με μέγιστα υψόμετρα 1.728 και 1.528 m αντίστοιχα).
Το υδατικό διαμέρισμα 04 περιλαμβάνει τρεις κύριες υδρολογικές λεκάνες: του Αχελώου, του Ευήνου και του Μόρνου. Εκτός από τις τρεις κύριες λεκάνες, σημαντικό τμήμα του διαμερίσματος καταλαμβάνουν και οι λεκάνες των παραπόταμων του Αχελώου (Ταυρωπού, Τρικεριώτη, Αγραφιώτη και Ίναχου) και άλλα μικρότερα υδατορεύματα (π.χ. Ξηροπόταμος, Αράπης κλπ.) καθώς και η λεκάνη της Λευκάδας. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η υπολεκάνη του π. Ταυρωπού (Μέγδοβα), ανάντη του φράγματος Πλαστήρα, έκτασης 161 km2, αν και υδρολογικά ανήκει σε αυτή του Αχελώου, από διαχειριστική σκοπιά εντάσσεται σε αυτή του Πηνειού (δηλαδή στο Υδατικό Διαμέρισμα 08), καθώς το σύνολο, πρακτικά, των υδατικών πόρων της εκτρέπονται προς την πλευρά της Θεσσαλίας. Παρόμοια, το σύνολο των υδατικών πόρων της υπολεκάνης του Μόρνου, ανάντη του ομώνυμου φράγματος, και μέρος των υδατικών πόρων της υπολεκάνης του Ευήνου, ανάντη του φράγματος Αγίου Δημητρίου, εκτρέπονται προς το Υδατικό Διαμέρισμα Αττικής (06) για την ύδρευση της Αθήνας.
Κύριοι Ποταμοί των ΛΑΠ στο ΥΔ Δυτικής Στερεάς Ελλάδας:
Κύριες Λίμνες των ΛΑΠ στο ΥΔ Δυτικής Στερεάς Ελλάδας:
Δύο είναι οι κύριες χρήσεις των επιφανειακών νερών στο υδατικό διαμέρισμα Δ. Στερεάς Ελλάδας: η άρδευση και η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα εξυπηρετούνται οι ανάγκες ύδρευσης του λεκανοπεδίου της Αθήνας. Όσον αφορά στα υπόγεια νερά παρατηρείται μεγάλος αριθμός γεωτρήσεων σε όλη την έκταση του υδροφόρου συστήματος στις πεδινές εκτάσεις για εξυπηρέτηση αρδευτικών αναγκών, κυρίως, ενώ αντίθετα λιγότερες γεωτρήσεις διατεταγμένες στην περίμετρο των ορεινών όγκων.
Επίσης ορισμένα από τα σοβαρά συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ότι το νερό σε καμιά περίπτωση, όπως γράφεται και στην μελέτη, δεν είναι περιοριστικός παράγοντας στη Δυτική Ελλάδα για την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, τουλάχιστον σε ότι αφορά την πρωτογενή διαθεσιμότητά του. Το έλλειμμα σε νερό είναι περιβαλλοντικό, «Τα μεταβατικά νερά της Δ. Ελλάδας χαρακτηρίστηκαν σε καλή ή μέτρια κατάσταση, παρότι τα στοιχεία χαρακτηρίζονται ελλιπή και προβλέπεται μελέτη γι αυτό. Οι λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού έχουν πολύ σοβαρά προβλήματα ποιότητας νερού. Η Λυσιμαχεία χρειάζεται καθαρό νερό για τη βελτίωση της ποιότητας της και μάλιστα όχι από την Τριχωνίδα. Η Δυτική Ελλάδα έχει μεγάλη ανάγκη το νερό του Αχελώου για τη διατήρηση της υψηλής οικολογικής κατάστασης που βρίσκεται. Σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την κάλυψη των αναγκών των υγροτόπων και των παράκτιων υδάτων σε καθαρό γλυκό νερό».
Αρμόδιες αρχές για το σχέδιο είναι:
• Η Ειδική Γραμματεία Υδάτων (ΕΓΥ) υπάγεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) και έχει την αρμοδιότητα εφαρμογής της Κοινοτικής Οδηγίας 60/2000/ΕΚ, της γνωστής ως Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά, η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το νόμο 3199 του 2003.
• Σύμφωνα με το Ν.3852 /2010 (ΦΕΚ 87Α/7-6-10) Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης οι εκ του Ν.3199/2003 περί προστασίας και διαχείρισης των υδατικών πόρων προβλεπόμενες αρμοδιότητες επιμερίζονται μεταξύ της Κρατικής Αποκεντρωμένης Διοίκησης και των αιρετών Περιφερειών. Η Κρατική Διοίκηση επιφορτίζεται με την ευθύνη χάραξης της στρατηγικής προστασίας και διαχείρισης των υδάτων και οι Περιφέρειες κυρίως με την υλοποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού. Εκτός από τις αρμοδιότητες που απονέμονται στις Περιφέρειες με το Ν.3852/2010 όλες οι λοιπές αρμοδιότητες παραμένουν στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις σύμφωνα με το το Αρθ. 280 παρ. Ι του Ν.3850.
Είναι απορίας άξιο τι σχεδίασαν οι αποκεντρωμένες διοικήσεις ώστε να υλοποιήσει η αιρετή Περιφέρεια ενόψει της δεύτερης περιόδου του σχεδίου(2016-2021) και του επικείμενου ΣΕΣ(2014-2020). Το ότι παρακρατούν την αρμοδιότητα βέβαια έχει να κάνει με τα σχέδια εκχώρησης του νερού(ύδρευση, άρδευση, ενέργεια) και των μεγάλων φραγμάτων στην εκμετάλλευση ιδιωτικών συμφερόντων.
Το σημαντικό όμως στην Οδηγία είναι η εκτίμηση κόστους του νερού και το επίπεδο ανάκτησης του. Συγκεκριμένα το Άρθρο 9.1 της Οδηγίας αναφέρεται στην ανάκτηση του κόστους των υπηρεσιών νερού και διευκρινίζει τις συνιστώσες του κόστους που θα πρέπει να συνυπολογίζονται στο συνολικό κόστος των Υπηρεσιών Νερού (κοστολόγηση). Στην κοστολόγηση αυτή, λοιπόν, σύμφωνα με την Οδηγία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρία είδη κόστους:
1. Χρηματοοικονομικό κόστος, που περιλαμβάνει Λειτουργικά Κόστη, Κόστη Συντήρησης, Κόστη Κεφαλαίου, Κόστη Διοίκησης, Κόστη ανανέωσης έργων και λοιπά κόστη.
2. Κόστος πόρου, που ορίζεται ως το κόστος ευκαιρίας άλλων εναλλακτικών χρήσεων νερού στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ένα υδάτινο σώμα πέραν του ρυθμού της φυσικής του αναπλήρωσης.
3. Περιβαλλοντικό κόστος, που ορίζεται με την έκφραση της περιβαλλοντικής ζημιάς ως οικονομικό κόστος.
Το συνολικό κόστος είναι το άθροισμα του χρηματοοικονομικού κόστους, του περιβαλλοντικού και του κόστους πόρου αναγόμενο ανά κυβικό μέτρο κατανάλωσης νερού. Η οικονομική ανάλυση των χρήσεων ύδατος, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της Οδηγίας, περιλαμβάνει την εκτίμηση του σημερινού συνολικού κόστους νερού, χρηματοοικονομικού, περιβαλλοντικού και πόρου. Δεδομένου ότι έως σήμερα κατά κανόνα υπολογίζεται από τους παρόχους νερού μόνο το χρηματοοικονομικό κόστος, και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ατελώς, καθώς παραλείπεται ο υπολογισμός του κόστους κεφαλαίου, ο συνυπολογισμός όλων των στοιχείων του κόστους (χρηματοοικονομικού, περιβαλλοντικού και πόρου) αποτελεί την πρώτη εφαρμογή της Οδηγίας.
Επίσης σύμφωνα με τις αναλύσεις του άρθρου 5 της Οδηγίας, οι χρήσεις ύδατος που προβλέπονται είναι:
• Οικιακή χρήση, συμπεριλαμβάνεται και ο τουρισμός,
• Γεωργία, συμπεριλαμβάνεται και η κτηνοτροφία,
• Βιομηχανία, και
• Ενέργεια.
Συμπληρωματικά στα παραπάνω έρχεται και η Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή – Πολιτικές τιμολόγησης – Πολιτικές για την ενίσχυση της αειφορίας των υδάτινων πόρων /* COM/2000/0477, που μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι:
• Η τιμολόγηση του νερού πρέπει να διαπλέκεται οργανικά με άλλα μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται η αποδοτική, από πλευράς κόστους, επίτευξη των περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων. Η προτεινόμενη οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα παρέχει το κατάλληλο σχήμα για να επιτευχθεί αυτό, στο πλαίσιο της κατάρτισης των σχεδίων διαχείρισης των λεκανών απορροής και ότι:
• Πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν άλλες τομεακές και διαρθρωτικές πολιτικές, καθώς και πολιτικές συνοχής, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέπεια και η συνέπεια με τις πολιτικές τιμολόγησης του νερού, καθώς και η αποτελεσματικότητα των τελευταίων. Όσον αφορά τη γεωργία, η συμφιλίωση της χρήσης του νερού με τις γεωργικές δραστηριότητες αποτελεί καίρια προτεραιότητα της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής (ΚΓΠ) και των υφιστάμενων μέσων πολιτικής (π.χ. αγρο-περιβαλλοντικά μέτρα σε προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης). Η ΚΓΠ πρέπει να προάγει την αειφόρο χρήση των υδάτινων πόρων, ευθυγραμμιζόμενη με τις οικονομικές και περιβαλλοντικές αρχές που διέπουν την οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα, καθώς και την παρούσα ανακοίνωση.
Στο ως άνω σχέδιο αποφεύγεται η επαρκής κοστολόγηση του νερού σύμφωνα με την Οδηγία για ύδρευση και άρδευση κι παντελώς η χρήση του στην ενέργεια. Προφανώς βέβαια τα οφέλη για το νομό μας από την εφαρμογή της Οδηγίας θα είναι μεγάλα κάτι που η κεντρική διοίκηση προσπαθεί πάση θυσία να αποφύγει ληστεύοντας κυριολεκτικά τους πόρους της Αιτωλοακαρνανίας.
Όλα τα ανωτέρω βέβαια οδηγούν σε έναν καινούργιο σχεδιασμό για το Νομό, Χωροταξικό, Περιβαλλοντικό και Οικονομικό και ένα καινούργιο διεκδικητικό πλαίσιο μαζί με τα μεγάλα Δίκτυα(Ιόνια οδός, σιδηρόδρομο, φυσικό αέριο) στον οποίο πρέπει να συμβάλουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου και της Περιφέρειας.
ΥΓ: Πηγή αυτού του άρθρου αποτέλεσε το Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων Υδατικού Διαμερίσματος Δυτικής Στερεάς Ελλάδας από το ΥΠΕΚΑ.
* Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ Κ. ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ «ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΚΑΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΝ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΒΑΣΙΛΗ ΧΑΤΖΗΛΑΜΠΡΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΡΧΗ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΣΤΑ