Στο καταπράσινο νησάκι του Κορινθιακού, οι τριανταπέντε μόνιμοι κάτοικοι –μακριά από μιζέρια και κρίση– δίνουν ένα καλό παράδειγμα αυτάρκειας και αλληλεγγύης. Ψαρεύουν, καλλιεργούν τη γη, έχουν τα ζώα τους και χωρίς άγχος απολαμβάνουν την ομορφιά του τόπου τους. Ταξιδέψαμε μέχρι τα Τριζόνια στο νομό Φωκίδας, συναντήσαμε την αυθεντική ελληνική φιλοξενία και καταλάβαμε ότι το να μένεις χειμώνα σ” ένα τόσο μικρό μέρος δεν είναι εφιάλτης.
Tα Τριζόνια, με έκταση μόλις 2,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είναι το μοναδικό κατοικημένο νησί του Κορινθιακού και αποτελεί μέρος ενός συμπλέγματος που περιλαμβάνει άλλα τρία μικρότερα νησάκια, τον Αϊ-Γιάννη, το Πλανέμι και το Πρασούδι. Περνάμε τη Γέφυρα Ρίου- Αντιρρίου, τη Ναύπακτο και σε λιγότερο από μια ώρα φτάνουμε στον οικισμό Χάνια. Μπαίνουμε στο καΐκι του κ. Κώστα Τριανταφύλλου που εδώ και 25 χρόνια, ακολουθώντας τη θαλασσινή παράδοση του πατέρα του, μεταφέρει επιβάτες, αλλά και προμήθειες στο νησί από νωρίς το πρωί ως το βράδυ.
Το χειμώνα πραγματοποιούνται 7 δρομολόγια ημερησίως, ενώ το καλοκαίρι γύρω στα 20, ίσως και παραπάνω, ενώ το εισιτήριο για μία διαδρομή κοστίζει 1 ευρώ. Βγαίνει το μεροκάματο; «Το καλοκαίρι ναι, ο χειμώνας είναι δύσκολος. Είμαστε 3 καΐκια που κάνουμε το δρομολόγιο και συνεννοούμαστε μεταξύ μας για το πότε θα δουλέψει ο καθένας. Εμείς πάντως βρέξει – χιονίσει θα το κάνουμε το δρομολόγιο, δεν σταματάμε. Δεν θέλουμε να είναι αποκλεισμένοι όσοι μένουν στο νησί», εξηγεί ο κ. Κώστας, ενώ μέσα σε 5 λεπτά έχουμε ήδη φτάσει στο γραφικό νησάκι. «Ευτυχώς, αν και 10 Δεκεμβρίου, μας κάνει καλή μέρα», λέω στον Γιώργο τον φωτογράφο και είμαστε έτοιμοι να ψάξουμε κάθε γωνιά του νησιού.
Εδώ επικρατεί απόλυτη ηρεμία. Οι τρεις ψαροταβέρνες, που λειτουργούν το χειμώνα ως καφενεία, έχουν λιγοστούς θαμώνες. Τα ξενοδοχεία κλειστά. Οι κήποι περιποιημένοι. Μια κυρία μεταφέρει τα ξύλα για το τζάκι από τη βάρκα της.
Το μοναδικό μπακάλικο του νησιού πρέπει να ρωτήσεις για να το βρεις. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν και το νησί είναι περικυκλωμένο από ελιές, αμπέλια και άλλα οπωροφόρα δέντρα που συνιστούν ένα ειδυλλιακό τοπίο.
ΟΙ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ
Ο κ. Θόδωρος και ο κ. Γιώργος βρίσκονται στη βεράντα του σπιτιού του δεύτερου και με χαμόγελο διηγούνται πώς είναι η ζωή τους σ” ένα τόσο μικρό μέρος.
Θόδωρος Μαχαίρας: «Κάνεις δεν μιλάει για το μνημόνιο εδώ»
«Εμένα στη Γλυφάδα η δουλειά δεν πήγε καλά -με το real estate ασχολιόμουν-, στο μεταξύ τέλειωσαν και τα παιδιά μου τις σπουδές, μεγάλωσαν, βολεύτηκαν και αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να έρθουμε μόνιμα εδώ. Παλιά ερχόμασταν μόνο καλοκαίρια. Η ζωή στα Τριζόνια είναι θαυμάσια. Στην Αθήνα, όταν πάω, τρελαίνομαι. Όλοι μιλούν για το μνημόνιο και τις μειώσεις. Εδώ οι άνθρωποι δεν γκρινιάζουν. Αν έχεις τη βάρκα σου και είσαι λάτρης του ψαρέματος, βγάζεις το φαγητό σου. Από σαφρίδια, γόπες, τσιπούρες μέχρι συναγρίδες μπορείς να ψαρέψεις. Εγώ με τον Γιώργο πάω κάθε μέρα για ψάρεμα. Τρώω 5 μέρες την εβδομάδα ψάρι. Επίσης υπάρχει ασφάλεια∙ ποτέ δεν έχω κοιμηθεί με κλειδωμένη πόρτα, καλοκαίρι και χειμώνα», λέει ο 68χρονος.
Γιώργος Σταματογιάννης: «Μακροζωία και αλληλοβοήθεια»
«Είμαι 71 ετών και μόνιμος κάτοικος του νησιού. Ήμουν βαρκάρης και έκανα το δρομολόγιο Χάνια – Τριζόνια. Θυμάμαι ότι υπήρχαν μέρες του καλοκαιριού που πέρναγα στο νησί και 700 και 1.000 άτομα καθημερινά. Εγώ εδώ δεν έχω βαρεθεί καθόλου. Η άπειρη ησυχία του τόπου μας είναι κάτι το σπουδαίο. Θα βγεις σαν άνθρωπος να πιεις τον καφέ σου στην άκρη της θάλασσας και δεν θα σ” ενοχλήσει τίποτα. Μόνο ποδήλατα υπάρχουν, ούτε μηχανάκια, μόνο 2- 3 αυτοκίνητα που είναι για ειδικές ανάγκες: είτε για σκουπίδια, είτε για να κουβαλήσεις πράγματα, αν χτίζεται ένα σπίτι… Εμείς εδώ δυο πράγματα θέλουμε από το δήμο: την καθαριότητά μας και να δουλεύουν τα φώτα. Και τα έχουμε και τα δύο». «Και με τη μοναξιά τι γίνεται;», τον ρωτάω. «Δεν υπάρχει», λέει με σιγουριά και συνεχίζει: «Κάθε βράδυ πάω στο καφενείο και συναντιόμαστε όλοι. Δεν τ” αλλάζω τα Τριζόνια. Εδώ ο ένας βοηθάει πραγματικά τον άλλον. Όλοι είμαστε συγγενείς ή κολλητοί. Αν ξεμείνω από λάδι, από αυγά, θα μου δώσει ο γείτονας. Ο ένας σκίζεται για τον άλλον, είναι η αγάπη που έχουμε μεταξύ μας. Αυτό είναι το μικρό μέρος. Το αγαπάς για την ηρεμία του και για την αγάπη που υπάρχει. Και να σου πω και κάτι άλλο: Όσοι μένουν εδώ μόνιμα ξεπερνούν τα 90 χρόνια, φτάνουν τα 94, 95, υπάρχει μακροζωία και αυτό οφείλεται στα ψάρια και τα χόρτα που τρώμε, αλλά και στο ότι δεν έχουμε άγχος».
κ. Ασπασία: «Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι η αρρώστια. Μην αρρωστήσεις και είναι βράδυ»
Περπατώντας στα σοκάκια του νησιού, συναντήσαμε την κ. Ασπασία ν” απλώνει τις κουβέρτες, για να πάρουν αέρα στην αυλή του σπιτιού της. Της πιάνουμε κουβέντα και μας βάζει κατ” ευθείαν στην κουζίνα της, ενώ επιμένει να κάτσουμε να φάμε το λαχταριστό μπουργέτο που μαγειρεύει (τοπική συνταγή που περιλαμβάνει ποικιλία ψαριών και λαχανικών). «Εδώ μεγάλωσα, εδώ βαφτίστηκα, εδώ παντρεύτηκα, εδώ έκανα τρία παιδιά. 85 χρόνια εδώ. Είναι ωραία η ζωή στο νησί το καλοκαίρι. Και το χειμώνα καλή είναι, αλλά είμαστε λίγοι. 35 μόνιμοι κάτοικοι, ενώ το καλοκαίρι μπορεί να φτάσει και τους 400… Έχουμε κότες, περιβολάκια, περπατάμε, ψάχνουμε κλαράκια για φωτιά, περνάει η μέρα μας»… Και η μεγαλύτερη δυσκολία; «Η αρρώστια. Μην αρρωστήσει κανένας και είναι βράδυ. Αυτό είναι το δύσκολο, πρέπει να ψάξεις να βρεις γρήγορα βάρκα. Εντάξει την ημέρα έχουμε τακτική συγκοινωνία, αλλά το βράδυ; Και η αρρώστια δεν έρχεται την ημέρα, αλλά τη νύχτα».
Το σπίτι μας είναι το ιστιοφόρο μας
Κατευθυνόμαστε στο φυσικό λιμάνι του νησιού, που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε μαρίνα σκαφών αναψυχής που πλέουν στον Κορινθιακό. Και εδώ συναντάμε κάτι που δεν περιμέναμε. Δυο ζευγάρια διαφορετικών ηλικιών, από Γαλλία και Γερμανία αντίστοιχα, αποφάσισαν να βγάλουν το χειμώνα στα Τριζόνια, ζώντας μέσα στα ιστιοπλοϊκά τους σκάφη. Και εννοείται, μπαίνουν στη λίστα των κατοίκων του νησιού, έστω για ένα χειμώνα.
Gael και Michel
«Ήρθαμε από τη Γαλλία με το ιστιοφόρο και ταξιδεύουμε εδώ και ένα χρόνο. Στα Τριζόνια ήρθαμε πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο. Το λιμάνι εδώ είναι ασφαλές, δωρεάν. Είμαστε σίγουροι ότι θα μείνουμε όλο το χειμώνα εδώ. Οι κάτοικοι είναι φιλόξενοι, φιλικοί και ζεστοί. Τα βράδια μαζευόμαστε στο καφενείο και γινόμαστε όλη μια παρέα».
Heinz και Αngie
«Όλοι μάς ρωτάνε πώς γίνεται να μείνουμε το χειμώνα μέσα στο σκάφος. Δεν έχουμε απάντηση. Ελπίζουμε να μην έχουμε προβλήματα. Το μόνο που μας φοβίζει: η καταιγίδα. Το νησί είναι πανέμορφο και ήσυχο και ξέρουμε καλά ότι, αν χρειαστούμε βοήθεια, θα την έχουμε».
——————————
Φήμες λένε… ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης παραλίγο να αγοράσει τα Τριζόνια αντί για τον Σκορπιό. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία μάλιστα διηγούνται ιστορίες από τις δύο φορές που ο Αριστοτέλης Ωνάσης επισκέφτηκε το νησί τους.
——————————
ΟΙ ΠΙΟ ΝΕΟΙ
Χρήστος, 37 ετών
«Υπάρχει μοναξιά, άλλα στη ζωή όλοι μόνοι μας είμαστε»
Τον κ. Χρήστο τον πετύχαμε τη στιγμή που φρεσκάριζε τη βάρκα «Ελένη». «Εδώ κάνω τα πάντα: γεωργικές δουλειές, θελήματα, μερεμέτια, τα ζώα. Πάντα κάτι θα προκύψει και θα βγει το μεροκάματο». Πώς νιώθεις στο νησί; «Υπάρχει μοναξιά, άλλα στη ζωή όλοι μόνοι μας είμαστε. Η μοναξιά του ανθρώπου, λένε, ότι είναι η καλύτερη φιλενάδα του», μας λέει και τον αφήνουμε να συνεχίσει το βάψιμο.
Χρήστος, 23 ετών
«Υπάρχουν δουλειές στα Τριζόνια»
Στα Τριζόνια δεν θ” ακούσεις φωνές παιδιών να παίζουν. Ο πιο μικρός σε ηλικία σ” όλο το νησί είναι 23 ετών. Τον συναντήσαμε στην ψαροταβέρνα «Καλυψώ», την οποία έχει ο αδερφός του. Μας κερνάει ελληνικό καφέ, βάζει ξύλα στο τζάκι και ξεκινάμε τη συζήτηση. «Δημοτικό δεν υπήρχε στο νησί και περνάγαμε απέναντι κάθε μέρα, για να πάμε σχολείο, στο παραθαλάσσιο χωριό, Γλύφα. Γυμνάσιο πήγα στο Ευπάλιο. Το χειμώνα έχει ερημία, αλλά ευτυχώς είναι κοντά η Ναύπακτος, αν θέλεις να βγεις». «Υπάρχουν δουλειές στα Τριζόνια για νέους ανθρώπους που θέλουν να μείνουν μόνιμα εδώ;», τον ρωτάω. «Ναι, αλλά χρειάζονται κότσια. Μπορεί κανείς ν” ασχοληθεί με την αλιεία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία. Υπάρχουν ευκαιρίες στο νησί, αρκεί να θες. Και φυσικά ο τουρισμός• το νησί βασίζεται στον τουρισμό». Πώς περνούν οι μέρες σου στο νησί; «Πίνουμε καφέ, βλέπουμε λίγη μπάλα, ίντερνετ, περνάει η ώρα», απαντάει καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Ο Χρήστος σπούδασε στη σχολή Εμποροπλοιάρχων και σε λίγους μήνες θα φύγει από το νησί για θάλασσες μακρινές. Θα γυρίσει πίσω, τον αγαπάει τον τόπο του.
Μπήκαμε και σε άλλα σπίτια, μιλήσαμε και με άλλους ανθρώπους. Όλοι ένα άγχος είχαν: να μην φύγουμε νηστικοί από το νησί. Όλοι κάτι θέλουν να μας φιλέψουν: λίγα λεμόνια, ψάρια, ακόμα και κοτόπουλο. Άνθρωποι που η κρίση δεν τους χάλασε, γιατί απλά δεν την γνώρισαν. Δεν έζησαν ποτέ την αφθονία και την απληστία. Έχουν μάθει να ζουν με τα λίγα και έχουν όλη τη διάθεση να τα μοιραστούν.
πηγή: www.lifo.gr