του Κωνσταντίνου Ζούλα
Είχα την εβδομάδα που φεύγει μια συνάντηση με έναν οικονομολόγο που θεωρώ τύχη να τον γνωρίζω. Οχι μόνο λόγω της τεράστιας πείρας του σε διεθνείς και εγχώριες επιτελικές θέσεις κυρίως στον ιδιωτικό τομέα. Αλλά γιατί έχει το χάρισμα να εξηγεί με απλούς οικονομικούς όρους αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας μακριά από κομματικούς δογματισμούς. Και επειδή βρήκα πολύ ενδιαφέροντα όσα μου είπε, σας τα μεταφέρω.
Τρεις είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν συμμερίζεται την άκρατη αισιοδοξία που τείνει να επικρατήσει στην Ελλάδα. Πρώτον, ότι πολλές από τις οικονομικές αποφάσεις δεν έχουν «sustainability». «Sustain» σημαίνει συγκρατώ, στηρίζω, συντηρώ σε μεγάλη διάρκεια και γι’ αυτό το «sustainability» έχει μεταφραστεί ως «βιωσιμότητα». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο συνομιλητής μου κατέφυγε στον αγγλικό όρο για να μου εξηγήσει αυτό που υποσυνείδητα μας ανησυχεί όλους. Μήπως δηλαδή οι φορολογικές κυρίως επιλογές λαμβάνονται εν πανικώ για να καλύψουν τα δημοσιονομικά κενά που διαρκώς ανακύπτουν και όχι με έναν μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό και -κυρίως- την πεποίθηση ότι θα αντέξουν στον χρόνο προκειμένου να δημιουργήσουν ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον.
«Η χώρα δίνει συχνά την εντύπωση ότι κυβερνάται από τους εφοριακούς», μου είπε ο συνομιλητής μου, για να εξηγήσει ότι οι ιθύνοντες μοιάζουν μόνον να σκέφτονται πώς θα κλείσουν δημοσιονομικές τρύπες και δεν αντιλαμβάνονται ότι χωρίς ταυτόχρονη μέριμνα για να αυξηθεί η παραγωγή, το μόνον που επιτυγχάνουν είναι η διαρκής μείωση της φοροδοτικής ικανότητας όσων μπορούν ακόμη να εισφέρουν στα έσοδα του προϋπολογισμού. «Οταν έχουμε φτάσει στο σημείο ο φόρος που αναλογεί σε έναν ιδιοκτήτη ενός παλιού ακινήτου να είναι μεγαλύτερος από το ενοίκιο που θα κατέβαλλε για το ίδιο σπίτι αν δεν ήταν δικό του, η συγκεκριμένη επιλογή είναι προφανές ότι δεν μπορεί να αντέξει στον χρόνο», ήταν το απλό παράδειγμά του. Και προέβλεψε τον κίνδυνο το περιβόητο δημοσιονομικό πλεόνασμα να μην επαναληφθεί, ακριβώς διότι δεν δημιουργήθηκε από την πραγματική οικονομία, αλλά λόγω των υπέρογκων φόρων, που όσοι εξακολουθούν και τους καταβάλλουν τους απορροφούν από τις καταθέσεις τους. Με απλά λόγια δηλαδή, από τα έτοιμα.
Η δε τρίτη αιτία που μου ανέλυσε εξηγεί και τη «λογική» των οικονομικών αυτών επιλογών. «Συχνά τα οικονομικά επιτελεία χάνουν τη μεγάλη εικόνα γιατί απλούστατα λειτουργούν επικοινωνιακά. Ετσι σήμερα αυτό που μοιάζει να εξαντλεί την προσπάθεια του κ. Στουρνάρα είναι το πώς θα βοηθήσει με προνοιακές ασπιρίνες το 20% του πληθυσμού που πένεται, αντί να κάνει το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή να βοηθήσει το “υπόλοιπο” ενεργό 80% με συγκεκριμένα μέτρα και κίνητρα για “να πάρει μπρος η οικονομία” προς όφελος και του 20%».
Οι επισημάνσεις του έγιναν και πιο συγκεκριμένες. Είναι εντελώς λάθος, μου είπε, να προσβλέπει η χώρα σε μεγάλες επενδύσεις. Στη σύγχρονη οικονομία αυτές δεν δημιουργούν πολλές θέσεις εργασίας. Σε μια οικονομία οριζόντια και επιφανειακή, όπως η ελληνική, η κυβέρνηση θα έπρεπε να επικεντρώσει την προσπάθειά της στις μικρές εγχώριες επιχειρήσεις, αξιοποιώντας το πλεονέκτημά τους να προσαρμόζονται γρήγορα στις νέες συνθήκες. Δηλαδή να κινητροδοτήσει π.χ. τις τουριστικές και αγροτικές μονάδες, και κυρίως τις διαδικτυακές νέες εταιρείες τεχνολογίας που μπορούν σε ελάχιστα χρόνια να λειτουργήσουν ανταγωνιστικά διεθνώς, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας και ανακόπτοντας το ρεύμα φυγής στο εξωτερικό. «Λίγες θέσεις εργασίας από πολλούς και όχι πολλές από λίγους θα έπρεπε να είναι ο στρατηγικός μας στόχος», ανέφερε, συμφωνώντας με δεκάδες πλέον ειδικούς που το επισημαίνουν.
Εφυγα από τη συνάντηση πιο προβληματισμένος απ’ ό,τι πήγα. Θυμήθηκα -για παράδειγμα- ότι ακόμη και την εποχή της μεγάλης πλασματικής ανάπτυξης της περιόδου Σημίτη, στην Ελλάδα δημιουργούνταν κάθε χρόνο μόλις 50.000 θέσεις εργασίας. Και έκανα τη θλιβερή σκέψη πως χρειάζονται τουλάχιστον 20 χρόνια για να υποχωρήσει η ανεργία στα επίπεδα που ήταν τότε, αν δεν υπάρξει ένα άλλο τολμηρό στρατηγικό σχέδιο στη χώρα. Αυτό που όλοι περιμένουμε να ακούσουμε εδώ και τέσσερα χρόνια.
Εξυπακούεται, βέβαια, ότι ο συνομιλητής μου δεν θέλησε καν να μπει σε συζήτηση για το τάχα εναλλακτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ και τις επαπειλούμενες κρατικοποιήσεις τραπεζών ή επιχειρήσεων. «Οχι μόνον βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου, αλλά η μεγάλη ανησυχία μου είναι μήπως χρειαστεί να το αντιληφθούν και στην πράξη», είπε.
*Το άρθρο του Κωνσταντίνου Ζούλα δημοσιεύτηκε την 1/2/2014 στην εφημερίδα «Καθημερινή«