της Χριστίνας Βασιλοπούλου, οικονομολόγου-φοροτεχνικού
Ο Βασίλης αποφάσισε να ανοίξει μια εμπορική επιχείρηση. Στην αρχή ξεκίνησε μόνος του. Αυτός έκανε τις παραγγελίες, τις πωλήσεις, τις εισπράξεις, τις πληρωμές, τη λογιστική παρακολούθηση της επιχείρησής του. Όλα μόνος του.
Η επιχείρηση άρχισε να μεγαλώνει και ο Βασίλης προσέλαβε έναν υπάλληλο. Ο υπάλληλος έμαθε τη δουλειά, την αγάπησε, αφοσιώθηκε σε αυτή, την οργάνωσε, απέκτησε εμπειρία, δημιούργησε προσωπική επαφή με πελάτες. Η επιχείρηση εδραιωνόταν στην αγορά όλο και περισσότερο και αυτό και χάρη και στις ιδέες και στις απόψεις του υπαλλήλου, που ο Βασίλης άκουγε και εφάρμοζε σε συνεργασία μαζί του.
Ωστόσο καθώς η δουλειά μεγάλωνε, ο Βασίλης σκέφτηκε να προσλάβει δύο φθηνότερους αλλά άπειρους υπαλλήλους, αντικαθιστώντας τον υπάλληλό του, θεωρώντας ότι έτσι θα έχει περισσότερα και φθηνότερα εργατικά χέρια. «Ουδείς αναντικατάστατος», σκέφτηκε.
Πόσο λάθος. Η αξία ενός καλού υπαλλήλου είναι ανεκτίμητη. Όταν μια επιχείρηση διαθέτει έναν καλό υπάλληλο θα πρέπει να κάνει ό, τι μπορεί για να τον κρατήσει. Ο καλός υπάλληλος δίνει στην επιχείρηση αξία. Οι στόχοι της επιχείρησης γίνονται και δικοί του, παλεύει γι΄ αυτούς και αυτό πρέπει ο εργοδότης να του το αναγνωρίζει.
Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι τον υπάλληλο ο εργοδότης τον επιλέγει. Και πρέπει να τον επιλέγει για να στηρίζει την επιχείρησή του και να αποτελεί συστατικό επιτυχίας αυτής. Έτσι γίνεται στη μικρή επιχείρηση. Οι σχέσεις είναι πιο προσωπικές, μιας και εργαζόμενος και εργοδότης δουλεύουν μαζί, συνεργάζονται και αλληλοσυμπληρώνονται.
Έτσι μόνο η επιτυχία είναι δεδομένη. Ποτέ κανείς μόνος του δεν τα καταφέρνει τέλεια.