του Στάθη Ν. Καλύβα
Η «οικονομία του φραπέ» είναι ένα διαδεδομένο σχήμα λόγου, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την παθογένεια της ελληνικής οικονομίας. Ο όρος παραπέμπει σε μια εσωστρεφή οικονομία με χαμηλή παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα και ποιότητα υπηρεσιών, μικρή κλίμακα και μικρή απασχόληση, αλλά μεγάλη φοροδιαφυγή. Αναφέρεται επίσης σε έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από νωθρότητα και οκνηρία. Κοντολογίς, περιγράφει μια παρασιτική οικονομία μέσα σε μια παρακμιακή κοινωνία.
Κοντεύουν να συμπληρωθούν τέσσερα χρόνια από την πτώχευση της χώρας και είναι προφανές το πόσο δυσκολευόμαστε να ξεκολλήσουμε από το μοντέλο αυτό. Σύμφωνα μάλιστα με μια πρόσφατη έρευνα, το 90% των επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν στο διάστημα αυτό δραστηριοποιούνται στους θεωρούμενους μη παραγωγικούς κλάδους, με πρώτες τις επιχειρήσεις εστίασης και διασκέδασης. Πράγματι, αρκεί μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης για να διαπιστώσει κανείς πως τα μαγαζιά που ανοίγουν είναι κυρίως εστιατόρια, μπαρ και καφέ. Κυριολεκτικά οικονομία του φραπέ!
Υπάρχει όμως και μια άλλη ανάγνωση του φαινομένου αυτού, ίσως λιγότερο προφανής, αλλά ενδεχομένως πιο ουσιαστική. Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν την «οικονομία του φραπέ» εξετάζοντας διαδοχικά τις δύο πλευρές της, την παραγωγή (τις επιχειρήσεις) και τη ζήτηση (τους καταναλωτές).
Αν ξεκινήσουμε από την πλευρά της «παραγωγής», θα διαπιστώσουμε πως στον χώρο του εμπορίου έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρο «οικοσύστημα» που περιλαμβάνει χιλιάδες επαγγελματίες, από επιχειρηματίες και εργολάβους έως αρχιτέκτονες και εργαζόμενους και που καταφέρνει συνεχώς να στήνει με αστραπιαίο μεν αλλά αποτελεσματικό τρόπο (και παρά την ανύπαρκτη ρευστότητα) εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις, άλλοτε παρακολουθώντας διάφορες μόδες (από frozen yogurt και φούρνους μέχρι φαλάφελ και μαγειρεία) και άλλοτε διαμορφώνοντας πιο διαχρονικές τάσεις (από μπαράκια και μοντέρνες κάβες μέχρι wine bar και νεοπαραδοσιακά μπακάλικα). Οι περισσότεροι από τους χώρους αυτούς διακρίνονται για την αισθητική τους, ενώ η σχέση ποιότητας-τιμής δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Στην Αθήνα μπορείς σήμερα να πιεις εσπρέσο αντίστοιχο του ιταλικού σε ωραιότερους χώρους και σε καλύτερες τιμές. Εντέλει, ο τομέας αυτός ξεχειλίζει από καινοτομία (άλλωστε και ο φραπέ ελληνική εφεύρεση είναι) και αποτελεσματικότητα, στοιχεία δυσεύρετα αλλού, γι’ αυτό και είναι ίσως ο μόνος που σήμερα δημιουργεί θέσεις εργασίας. Η κρίση λειτούργησε εδώ πραγματικά ως μηχανισμός δημιουργικής καταστροφής, οδηγώντας στο κλείσιμο τις αδύναμες επιχειρήσεις και ευνοώντας τις δυναμικές.
Η επιτυχία οφείλεται και στην άλλη πλευρά, την κατανάλωση, όρος που αποδεικνύεται, όπως θα δούμε, σχετικός. Σε ένα καινούργιο βιβλίο («Who owns the future? »), ο Αμερικανός θεωρητικός της ψηφιακής καινοτομίας Jaron Lanier ανατέμνει μία από τις μεγάλες ανατροπές που προκάλεσε η διαδικτυακή επανάσταση, την αλλαγή της σχέσης παραγωγής και κατανάλωσης. Αντίθετα, π.χ., απ’ ό,τι πιστεύουμε, το προϊόν της Google δεν είναι πλέον η ψηφιακή αναζήτηση, ούτε είναι η κοινωνική δικτύωση το προϊόν που πουλάει το Twitter ή το Facebook. Το προϊόν τους είναι τα δεδομένα που παράγει η μαζική χρήση των υπηρεσιών τους, τα λεγόμενα «μεγάλα δεδομένα» (big data). Οι χρήστες, δηλαδή, των υπηρεσιών αυτών δεν είναι απλοί καταναλωτές ψηφιακής αναζήτησης ή κοινωνικής δικτύωσης, αλλά παραγωγοί περιεχομένου. Μάλιστα, ο Lanier προβλέπει πως στο μέλλον οι εταιρείες δεν αποκλείεται να αναγκαστούν να τους αποζημιώνουν. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι που συχνάζουν στα μπαρ και στα καφέ της Αθήνας δεν είναι απλώς καταναλωτές, αλλά με την παρουσία τους, το στυλ τους και την ενέργεια που εκπέμπουν, συμμετέχουν στην παραγωγή μιας ατμόσφαιρας χωρίς την οποία και το πιο καλοσχεδιασμένο κατάστημα παραμένει νεκρό.
Ο συνδυασμός αυτός είναι τόσο επιτυχημένος, που πρόσφατα οι New York Times συμπεριέλαβαν το ιστορικό κέντρο της Αθήνας στους επίλεκτους προορισμούς τους για το 2014, ακριβώς λόγω της δυναμικής που περιέγραψα. Αυτό δείχνει πως η «οικονομία του φραπέ» έχει μια εξωστρεφή διάσταση που εντάσσεται όχι μόνο στην παραδοσιακή και παρωχημένη λογική του «τουρισμού», αλλά εντέλει σε μια πολύ ευρύτερη γκάμα παροχής υπηρεσιών που σχετίζεται με την αναψυχή και την ποιότητα ζωής. Στην ολοκληρωμένη του εκδοχή, το μοντέλο αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο μιας ευρείας δέσμης υπηρεσιών αιχμής, τεχνολογικής καινοτομίας, παιδείας και υγείας, ακόμη και ως κινητήρια δύναμη μετεγκατάστασης για ανθρώπους που προτιμούν να ζουν σε ένα όμορφο και ζωντανό περιβάλλον, ιδίως όταν διαθέτει καταπληκτικό κλίμα και γρήγορη πρόσβαση σε σχεδόν απεριόριστους προορισμούς μοναδικής ομορφιάς.
Προφανώς δεν αγνοώ τα προβλήματα της σημερινής Αθήνας, ούτε ισχυρίζομαι βέβαια πως η ανάπτυξη θα ξεκινήσει από τον τομέα αυτό ή πως θα έρθει αναπόφευκτα, αυτόματα ή άκοπα. Εκείνο που θέλω να τονίσω, είναι πως ένα υποτιμημένο παρόν μπορεί να κρύβει μέσα του τους σπόρους ενός διαφορετικού και απρόσμενου μέλλοντος, αρκεί να ξέρουμε πού να κοιτάξουμε. Το μεγαλύτερο ίσως σφάλμα που κάνουμε, είναι πως φανταζόμαστε το μέλλον αποκλειστικά με τα μάτια του παρόντος. Αυτό ακριβώς κάναμε και στο παρελθόν, αλλά από την αντίθετη όχθη, όταν τα λαμπερά φώτα του 2004 μάς εμπόδιζαν να δούμε τους παράγοντες που τελικά θα κατέληγαν να διαμορφώσουν το 2014.
*Το άρθρο του Στάθη Ν.Καλύβα δημοσιεύτηκε στις 2/2/2014 στην «Καθημερινή«