της Ρέας Βιτάλη
-Η κραυγή μ΄ έχει στοιχειώσει.
Δεν χρειάστηκε να μου πει περισσότερα. Κατάλαβα αμέσως σε τι αναφέρονταν. Η συγκεκριμένη κραυγή, μου είχε σηκώσει την τρίχα από το τρέιλερ της ταινίας ακόμα. Ναι! Έτσι ακριβώς. Μου ξέβρασε τη ζωώδη μου φύση. Εκεί που το σώμα οπλίζει και αντιδρά καθαρά, αυτόνομα και αυτόματα. Μου σήκωσε την τρίχα.
Το έργο «Μικρά Αγγλία» προβάλλεται εδώ και καιρό στους κινηματογράφους και χιλιάδες άνθρωποι σπεύδουν. Προτρέποντας ο ένας τον άλλον, σε μια σκυταλοδρομία συγκίνησης, παραδοχής, περηφάνιας, ελληνικότητας… χαμένης ή σαν υπενθύμιση ελληνικότητας. Είναι επιτυχία. Μα εγώ, επέλεξα σήμερα, απ΄ όλο το έργο ν΄ αναφερθώ σε δυο κραυγές. Διαφορετικής κατεύθυνσης. Τόσο… όσο… οι ταξιδιώτες στους κυλιόμενους διαδρόμους των αεροδρομίων. Ο ένας να πηγαίνει, ο άλλος να έρχεται. Η μια κραυγή, να αναστατώνει το σύμπαν όλο, εξωτερικεύοντας τον θρήνο, η άλλη να σκάβει εσωτερικά, να φτάνει στα σκοτάδια της ψυχής, μια κραυγή που ποτέ δεν βγήκε.
Δυο κραυγές, άσπρος καμβάς, ν΄ απλώσεις (αν διαθέτεις) ηθοποιία. Ρισκαδόρικες κραυγές. Κατέληξαν συγκλονιστικές!
Η μια της Όρσας, αποδοσμένη από την ηθοποιό Πηνελόπη Τσιλίκα, μόλις έμαθε τον θάνατο του αιώνιου, ανεκπλήρωτου έρωτά της. Κραυγή σεισμός που πήγε κι έφερε τον τόπο και τον κόσμο όλον. Γιατί δεν είχε πια τίποτα να κρύψει, γιατί ξεχείλισαν όσα έκρυβε. Κι ήταν πολλά. Κι ήταν πολλά και τα χρόνια. Και σε δευτερόλεπτα, με ταχύτητα αποκριάτικης σερπαντίνας, ξεδίπλωσε μπροστά στα μάτια μας χίλια συναισθήματα. Αρχίζοντας μ΄ ένα παράταιρο χαμόγελο που προχωρούσε θαρρείς να ξεδιπλώσει γέλιο… Της μη παραδοχής, του «δεν μπορεί να ‘ναι αλήθεια», το έστριψε αυτόματα κι άπλωνε κι άπλωνε κι άπλωνε κι άπλωνε συναισθήματα… Πώς το κατάφερε! Τέτοια σχοινοβασία! Γέλιο, κλάμα. Ζωή, θάνατος! Ακρογωνιαία συναισθήματα.
Η άλλη «κραυγή» ήταν της μάνας Μίνας, αποδοσμένη από την ηθοποιό Αννέζα Παπαδοπούλου, όταν ο άνδρας της επιστρέφοντας οριστικά από τα καράβια, σε μια σκηνή τη ρωτάει «τι σόι άνθρωπος είσαι εσύ;». Κι κει… «Τι σόι άνθρωπος είμαι εγώ;»… Ενώ περιμένεις να γίνει σεισμός και καταποντισμός, τα μάτια δίνουν όλη την παράσταση. Βουβή παράσταση. Κραυγή-σιωπή. Αντίστροφη. Εσωστρεφής. Σκίζει στήθια, ανοίγει στέρνο και κρύβεται και χώνεται και κρύβεται και κρύβεται όλο και πιο βαθιά, όσο πιο βαθιά μπορεί… γιατί… Φτάνει τη μοναξιά στο πιο οδυνηρό κρεσέντο της. Εκεί που συναντιέται με μια απλή, συνηθισμένη λαϊκή έκφραση, παράπονο και θρήνο ψυχής μαζί… κάτι σαν «Τι να σου λέω τώρα κι εσένα! Τι να καταλάβεις, κακομοίρη….».
Λάτρεψα το Μικρά Αγγλία. Της συγκλονιστικής πένας της Ιωάννας Καρυστιάνη, της κινηματογραφικής εμπειρίας, του στίγματος, της εικόνας, της ματιάς του Παντελή Βούλγαρη. Λάτρεψα τη «θεατρικότητα» μιας κινηματογραφικής ταινίας.
Υ.Γ.: Αν θέλετε και μερικές ενστάσεις μου, θα γκρίνιαζα για τον ήχο, για τη μουσική που δεν μας ακολούθησε όταν φύγαμε από το σινεμά και για το τέλος που επιλέχθηκε. Τι ωραία θα ήταν να τελείωνε στον διάλογο των δυο αδελφών «αν είχαμε σπουδάσει, αν εργαζόμασταν, αν μιλούσαμε»… Ας είναι αυτά τα μόνα -κρίμα- αυτής της εξαιρετικής ταινίας.
*Το άρθρο της Ρέας Βιτάλη δημοσιεύτηκε στις 7/1/2014 στο protagon.gr