σχέδιο – επιμέλεια: Πάνος Μπίτσιος
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος) ήταν Έλληνας ιστοριοδίφης και συγγραφέας. Γεννήθηκε στην Ναύπακτο, στις 27 Ιουλίου 1867 και πέθανε στη Αθήνα στις 23 Αυγούστου 1945.
Βιογραφία
Ο πατέρας του ονομαζόταν Οδυσσέας Βλάχος και η μητέρα του Αναστασία Γκιώνη. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην Ναύπακτο και τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Β” Γυμνάσιο Πατρών. Το 1886 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τμήμα Φιλολογίας, σχολή όμως που δεν θα τελειώσει, καθώς αναγκαζόταν να δουλεύει για να ζει, ως δάσκαλος σε ιδιωτικά μαθήματα και διορθωτής στην «Εφημερίς», του Δημήτριου Κορομηλά αρχικά, και αργότερα συντάκτης στην «Εστία».
Δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά κείμενα[1] με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Γιάννης Επαχτίτης»[2][3]. Τα κείμενα του ήταν στην δημοτική, αλλά δεν συντάσσεται με τους υπόλοιπους δημοτικιστές και δεν συμμετείχε στις γλωσσικές διαμάχες της περιόδου.
Με την οικονομική βοήθεια διαφόρων τρίτων, και κυρίως του Αντωνίου Μπενάκη, κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα τεράστιο αρχείο εγγράφων της Επαναστατικής περιόδου. Οι έρευνές του επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό. Ανάμεσα σε αυτά, ανακαλύπτει και τα προσωπικά αρχεία του Στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη. Το 1907 εκδίδει τα περίφημα «Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη», με δική του επιμέλεια στο μοναδικό χειρόγραφο του ήρωα της Επανάστασης.
Το 1908 εκδίδει το περιοδικό «Προπύλαια». Το 1914 εισηγείται στον Βενιζέλο την ίδρυση των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που θα ιδρυθούν χάρη στις δικές του προτροπές καθώς και του Σπυρίδωνα Λάμπρου. Ο Βενιζέλος θα τον διορίσει διευθυντή στη νεοσυσταθείσα υπηρεσία, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1937. Αργότερα, δώρισε στα Γενικά Αρχεία την πολύτιμη συλλογή του.[4] Υπήρξε στενός φίλος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τον οποίο και βοήθησε [5]
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Γιάννης Βλαχογιάννης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα. Την περίοδο της κατοχής συνδέθηκε με τον “Αγγελο Παπακώστα [6], με τον οποίο θα γίνει στενός συνεργάτης στις έρευνές του και θα συμβάλει και στην έκδοση των αρχείων του Κολοκοτρώνη.
Μοναξιές, του Γιάννου Επαχτίτη (απόσπασμα)
Ω ουρανέ, πατέρα μου και γης,
μάνα γλυκιά μου!
…
Κάθε θλιμμένος λογισμός
προβαίνει εμπρός μου τώρα,
βουβά πετούν τριγύρω μου πουλιά
και μαυροφόρα.
Νύχτ’ άλαλη, βαθιά σιγή
χυμένη ως πέρα πέρα,
κρατεί στον κόρφο της τον άτρεμον
νεκρόν αγέρα.
Κάπου, σ’ ανήλιαστους καπνούς
κι ύπνους κακούς κρυμμένοι,
πόθοι άγρυπνοι, πόθοι άφωνοι, πόθοι
και διψασμένοι,
Όνειρα μαύρα κυνηγούν
και γαλανά να πιάσουν,
που σ΄ αχνισμένα μέτωπα θέλουν
να αποστάσουν.
Κάπου κι αμάλαγες δροσιές,
ψίθυροι φτερωμένοι,
τρεμουλιαστοί κι αλοαφροκοίμιστοι
κι ερωτεμένοι,
Φυλλώματα ιερά ζητούν,
σπηλιές για να πλαγιάσουν,
παρθένα κάλλη να χαρούν, φιλιά
και να ταιριάσουν
Με κάθε ωριόφαντο δεντρί
και φουντωτό κλωνάρι.
…
Κάθε θλιμμένος λογισμός
προβαίνει εμπρός μου τώρα,
βουβά πετούν τριγύρω μου πουλιά
και μαυροφόρα.
Κι εγώ, πεντάρφανο κλαδί
κι απ΄ την ανεμοζάλη
δαρμένο, κείτομαι σ’ αυτό – λελέ! –
το περιγιάλι.
Το κύμα, που δε σταματά,
καλεί το μαύρο μνήμα·
και το ποτάμι, που τυφλό κυλάει,
ποθεί το κύμα.
Και κάθε αχτίνα, που γελά,
κι ανθός, που μύρα χύνει,
κάθε πνοή, κάθε ματιά, δειλή
τρέμει και σβύνει.
Όμως του Πόνου η τρίσβαθη
κι αραχνιασμένη βρύση,
που πάει, χωρίς να κοιμηθεί, χωρίς
να κελαδήσει,
Κι απλώνει εδώ, κι απλώνει εκεί
μύρι’ άφαντα πλοκάμια
και χύνει το φαρμάκι της σ΄ οξιές
και σε καλάμια,
Το γράφουν τ΄ άστρα, μακρινούς
τους κύκλους της να σέρνει
κι όθ’ έτρεξε, κι όθ’ έφυγε, κρύφια
πικρή να γέρνει!
Άτυχη ελπίδα της ζωής!
ποιο φως ονειρεμένο
κι αγέννητο τον ύπνο σου πλανά,
μάγο και ξένο;
Και ποια της γης οργή βαθιά,
βαθιά δεμένη κάτου,
σαν λιονταριού αποκάρωμα, φριχτό
στο ξύπνημά του,
Και του πελάου ποια μελαψή
κι ανάμαλλη φοβέρα,
που σαλαγάει τα κύματα σκιαχτά
και με φλογέρα,
Χαλκόστομη τα τραγουδεί,
τα κλαίει γύρω στα ξάρτια,
κι έρημη βίγλα της κρατεί τρανά
γυμνά κατάρτια.
Σαν μάγισσες κακόγνωμες
παραφυλάν κοντά σου
να κλέψουν, άχαρη χαρά, το βιο
και τα προικιά σου;
Και στα ψηλά κρεμάμενα,
πανέρημα απλωμένα,
παλάτια διάφανα κι ηλιόκαλα
κι ηλιοπλασμένα,
― Χαρές του Αιθέρα βασιλιά
κι αγάπες της Γαλήνης
βασίλισσας, που δούλος των, ψυχή,
πάντα θα μείνεις ―
Ποιος πυρωμένος δαίμονας,
σκληρή κατάρα του Άδη,
που άγριο σκοτάδι τον γεννά, σμιχτό
μ΄ άγριο σκοτάδι,
Κουρσάρος, νυκτοκυνηγός
και καβαλάρης μπαίνει
μ΄ άλογο πίσσα και στο χέρι του
σπάθα αναμμένη,
Κι αψύς πετά, βαρύς χτυπά
να λύσει, να χαλάσει
πάσαν εικόν’ αμάραντη, κι αγνή
παρθένα πλάση;
Κι όπου ματιά, κι όπου πληγή,
λαύρα θολή και θειάφι·
κι όπου χυθεί, τον δρόμο του μ΄ αίμα
και φλόγες βάφει·
Κι όπου τρελοί χρεμετισμοί
κι ορμή πετάλων γαύρη,
μύριες φωτιές, μύριες βροντές, τρόμοι
πύρινοι, μαύροι
Τα διαμαντένια δώματα
ξυπνούν και λαμπαδίζουν
κι οι αντίλαλοι γοργοκυλούν βαθιά
κι οι θόλοι τρίζουν!
…