της Ζωής Κωταντούλα
Πλατεία Τζαβελλαίων. Η πολύχρωμη μικρογραφία του κόσμου. Στη νανοκλίμακα της πόλης η πλατεία ήταν το σταυροδρόμι, η κάμινος και ο καθρέφτης της αλήθειας και της πλάνης των ανθρώπινων.
Ντόπιοι γέννημα-θρέμμα με την ακινησία του δεδομένου, του μόχθου χωρίς αντίκρυσμα, της φτώχειας και των χαμόσπιτων στο Μεμετάκι ανατολικά της πλατείας.
Αστύφιλοι απ” τα ορεινά, με το θράσος του νιόφερτου, της δημιουργίας, των προσδοκιών και των πρώτων διώροφων γύρω απ” την πλατεία.
Πένητες τσιγγάνοι παρακατιανοί με το ένστικτο της ζούγκλας, του πρωτόγονου διονυσιασμού εκτοπισμένοι απ” τον Πούντο ως το δασάκι στο Γρίμποβο.
Σκαπανείς στο φράγμα του Μόρνου, ξενόφερτοι, με τη δύναμη των χεριών που παράγουν, την αυτοπεποίθηση του φέροντος και την ματαιότητα του προσωρινού, οι πρώτοι μαζικοί ενοικιαστές.
Σπιτικά μοιρασμένα, με γονιό μετανάστη στην Αμερική, λειψά, της προσμονής και της αβεβαιότητας, της αλληλογραφίας και των δεμάτων.
Λιγοστοί με την ανώτερη μόρφωση, υπάλληλοι ή ασκούντες κοινωφελές λειτούργημα, με τον τίτλο για όνομά τους, με τη συστολή της Σταχτοπούτας και τα καλά του πρίγκηπα, οι πρώτοι ΙΧήδες.
Παραβατικοί, μεθύστακες, σαλεμένοι, το βολικό συλλογικό άλλοθι, μετρημένοι στα δάχτυλα, κουρελήδες και ξυπόλητοι με την προκλητική λοιδωρία της ευπρέπειας και τον παραληρηματικό ασυνάρτητο λόγο.
Πλατεία Τζαβελλαίων. Η παραλληλόγραμμη γεωμετρία του κόσμου. Στα παιδικά σας μάτια φάνταζε η μεγαλύτερη πλατεία της πόλης, ίσως και να ήταν. Τη θυμάσαι, λίγο, με χώμα. Τη θυμάσαι, περισσότερο, με τις μεγάλες ακανόνιστες πλάκες, ελεύθερη, άδεια απ” τη μια άκρη ως την άλλη. Ο παράδεισος των ποδηλάτων, της μπάλας, του τρεχαλητού, του κρυφτού, των φωνών, των γέλιων και των ονείρων σας.
Μια φορά το χρόνο η πλατεία μετατρεπόταν σε παράδεισο της φτήνειας, αυτής που τρώει τον παρά. Ήταν η εβδομάδα του Αγίου Δημητρίου, ήταν τα παζάρια. Τα ζούσατε απ” την παραμονή, απ” την προετοιμασία τους, τα ζούσατε στην κορύφωσή τους, τα ζούσατε και στο ξήλωμά τους. Και τα συναισθήματα ήταν, κάθε χρόνο, το ίδιο μπερδεμένα.
Έβλεπες απ” τη βεράντα σου τον κόπο των ανθρώπων, με λιγοστά μέσα, με το χρόνο και τον καιρό να τους κυνηγάει, να στήνουν τις παράγκες τους. Δεν ήταν εύκολη δουλειά.
Στην αρχή καρφώνονταν τα ξύλινα δοκάρια_ έχει στοιχειώσει ο μονότονος καθηλωτικός ήχος, ακόμα, στ” αυτιά σου.
Φτιαχνόταν έτσι ο σκελετός _ αποκτούσε μπόι κι έπαρση, σαν να πεις, η χαμέρπεια της αλάνας.
Μετά, το γυμνό ικρίωμα σκεπαζόταν ολόγυρα με μουσαμά_ έχει χρωματιστεί, θαρρείς από τότε, πορτοκαλιά και πράσινα και λουλακί και άσπρα λάβαρα ο ορίζοντάς σου.
Και από πάνω νάυλον για τη βροχή που, πάντα και πάντα, “ρχόταν.
Τα τελευταία, μόνο, χρόνια θυμάσαι λίγες απ” τις παράγκες σκεπασμένες με κομμάτια τσίγκου. Έτσι που oι ένοικοι να μην αναγκάζονται με σκουπόξυλα να απομακρύνουν μεγάλες ποσότητες βροχόνερου απ” την κοίλη οροφή. Eσείς πάντως τα μικρά παιδιά, οι γηγενείς της πλατείας, αχόρταγοι μύστες και μεταπράτες της χαράς, τριγυρίζατε όλη μέρα ανάμεσα και πίσω απ” τις παράγκες περιμένοντας να μουσκέψετε στους ιδιότυπους καταρράκτες.
Μέσα, λοιπόν, σ” αυτές τις παράγκες οι έμποροι τοποθετούσαν την πραμάτεια τους και περίμεναν. Οι παζαριανοί έμεναν εκεί μέσα, κοιμούνταν εκεί, μαγείρευαν κι έτρωγαν εκεί. Για συνθήκες υγιεινής ούτε λόγος. Νερό απ” την πηγή στο Κεφαλόβρυσο. Ρεύμα δεν υπήρχε, δανείζονταν απ” τα γειτονικά σπίτια. Κάπως έτσι πάντως, χρόνο με το χρόνο, αναπτυσσόταν εκείνη η γοητευτική ώσμωση, το ανθρώπινο αλισβερίσι και, για μια βδομάδα, γίνονταν δικοί σας άνθρωποι.
Έχεις στα μάτια σου, ακόμα, αρκετούς απ” αυτούς.
Ο Γιαννιώτης, παραδοσιακός αργυροχόος απ” τα Γιάννενα, η πρώτη παράγκα στην κάτω μεριά της πλατείας. Mπον- βιβέρ, κομψός και ο μόνος που έμενε σε ξενοδοχείο.
Ο γερο-Ιωακείμ με τη γυναίκα του, συνειρμικά την έλεγες Άννα. Φιγούρες σκυφτές, ταλαίπωρες. Άπλωναν και μάζευαν καθημερινά με τάξη μυρμηγκιού παρδαλά είδη οικιακής χρήσης, στην άλλη άκρη της πλατείας, μπροστά απ” την Πυροσβεστική.
Δυο αδέλφια, οικογενειάρχες, με τις γυναίκες τους απ” τα Τρίκαλα, στη μέση της πλατείας απ” την πάνω πλευρά. Πουλούσαν φανταχτερά είδη προικός, ξενυχτούσαν κουβεντιάζοντας, έστελναν μεγάλα ταψιά με φαγητό για ψήσιμο στο φούρνο δίπλα στο σπίτι σου κι ήταν σε μόνιμη χαρά.
Ο Βασίλης, ο Πειραιώτης, πιο πέρα με τη γυναίκα του κι αυτός. Βιοτέχνης με δικής του παραγωγής εσώρουχα, κομμουνιστής και έτοιμος για καθοδήγηση ανά πάσα στιγμή.
Ντόπιος έμπορος δεν υπήρχε κανείς, ήταν υποτιμητικό, ήταν ασύμφορο, απαγορευόταν, δεν ξέρατε. Το χρώμα στα παζάρια, τότε, το” διναν οι ξένοι ετούτοι παζαριανοί.
Οι ντόπιοι σπουδαίοι έμποροι του κέντρου της πόλης αντιμετώπιζαν τα παζάρια με απαξία ως αντιπάθεια. Έβλεπαν τον κόσμο να φτάνει ως την πλατεία σας, να ψωνίζει, να κάνει τις προμήθειες του χειμώνα για το σπίτι του και για τα παιδιά του και ζητούσαν την απομάκρυνσή τους. Να πάνε πιο πέρα, να μην φτάνονται με μια απλή βόλτα ως την καταφρονεμένη γειτονιά σας. Μα την 28η Οκτωβρίου, μετά την παρέλαση, όλοι οι καθώς πρέπει κύριοι και κυρίες τους έβγαζαν βόλτα τον κομπασμό τους μέχρι τα παζάρια. Με έκδηλη την ενόχλησή τους για το προσφερόμενο θέαμα, αρκούνταν σε αλληλοχαιρετούρες, κολακείες ο ένας στον άλλον και περισσή υποκρισία. Αγόραζαν ορισμένα πράγματα ποιότητας, φυσικά, και κανένα παιχνιδάκι για να μην κλαίνε τα παιδιά τους και τους κάνουν ρεζίλι, και θα τα κανονίσουν αυτοί στο σπίτι, τα κακομαθημένα.
Πλατεία Τζαβελλαίων. Η αμείλικτη χρονοκβάντωση του κόσμου. Το πρωινό που πια τα παζάρια είχαν τελειώσει και λιγοστές παράγκες έχασκαν στην πλατεία, κουφάρια έρημα, σ΄έπιανε θλίψη. Μέχρι που την άλλη μέρα, άδεια πια, καθαρή, μεγάλη κι ελεύθερη παραδινόταν σε σας έτοιμη για παιχνίδι, και στη ζωή να συνεχίζει το συναρπαστικό πάρε-δώσε της.
Σ’ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟ ΩΡΑΙΟ » ΤΑΞΙΔΙ »ΠΙΣΩ , ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΤΟ »ΜΑΛΛΙ » ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ, ΤΟΥ »ΔΗΘΕΝ» , ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ …! ΓΡΑΦΕΙΣ ΥΠΕΡΟΧΑ….!