Η συνεργασία του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ με το ΔΙΑΖΩΜΑ και την ΣΤ Εφορεία Αρχαιοτήτων φέρνει στο ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΚΥΝΕΙΑΣ τηνΔευτέρα 14 Ιουλίου του 2014 στις 9.15 το βράδυ το έργο του Διονυσίου Σολωμού Η«Γυναίκα της Ζάκυθος», σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη και κείμενο που στηρίχτηκε στην ομώνυμη εκδοτική πρόταση του Δημήτρη Δημηρούλη («Γυναίκα της Ζάκυθος», εκδ. Μεταίχμιο, 2008), παρουσιάστηκε πρώτη φορά πέρσι, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Η πραγματοποίηση αυτής της παράστασης, υπηρετεί την ιδέα της επαναλειτουργίας αρχαίων θεάτρων, διάσπαρτων σε ολόκληρη την Ελλάδα,επισημαίνει ο Δ. Αβδελιώτης : Είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για το κοινό να επανακτήσει τη ζωντανή του σχέση με αυτά τα σπουδαία μνημεία μέσα από τη βιωματική εμπειρία της συγκίνησης που μπορεί να προσφέρει η θεατρική τέχνη.
Παράλληλα, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι θα ακουστεί ο λόγος του Διονυσίου Σολωμού στους ίδιους χώρους όπου ακούστηκε και ο λόγος του Αισχύλου, στη δραματουργία του οποίου εθήτευσε πιστά ο εθνικός μας ποιητής.
Με το έργο αυτό ο Σολωμός αφήνει το φως και ανιχνεύει το σκοτάδι.
Αν και μικρό σε έκταση -δέκα μικρά κεφάλαια-, είναι ο αντίποδας που στηρίζει όλο το άλλο του έργο, αντισταθμίζοντας το βάρος και την έκταση της αναζήτησής του.
Δανείζεται, λοιπόν, το προσωπείο του Αγίου Διονυσίου -ο οποίος έζησε ως ιερομόναχος έως τα 1 72 του χρόνια σ’ ένα μοναστήρι της Ζακύνθου-, για να κοιτάξει στα μάτια το κακό. Το γεγονός πως μπορεί να δει μέσα από τα μάτια ενός Άλλου, τον απελευθερώνει και τον μεταφέρει, σαν πνεύμα, εκεί όπου μπορεί να βλέπει την τυφλή και ακατανόητη δύναμη του κακού, χωρίς να το φοβάται.
Αυτή ακριβώς η έλλειψη φόβου είναι που τον θωρακίζει και του δίνει το έλλογο στοιχείο και τον έλεγχο, ώστε το θεωρούμενο ως υποστασιοποιημένο κακό -η γυναίκα της Ζάκυθος εδώ- να καταρρεύσει αδύναμο και αξιολύπητο μπροστά του.
Η έννοια του κακού θα υπερεκτιμάτο, και θα αδρανοποιούσε τον ίδιο, μόνο εάν το υποτιμούσε περιφρονώντας το, ή αν απέστρεφε το βλέμμα του από αυτό φοβισμένος, με αποτέλεσμα να παραλύσει, και να εκλείψει η κυριαρχία του Λόγου.
Το κακό εδώ δεν είναι οι Τούρκοι, δεν είναι οι απέναντι, δεν είναι ο προφανής εχθρός. Το κακό είναι ανάμεσά μας. Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε οι φορείς του κακού, από τον φόβο ή από την άγνοια του αντικειμένου.
«Ζούμε σε μια εποχή, πολύ φτωχή σε πνεύμα. Είμαστε στην καρδιά του σκοταδιού από αυτή την άποψη. Το έργο αυτό έχει πραγματικά, έναν τεράστιο πλούτο από πλευράς πνευματικού περιεχομένου. Το να ακούγεται η γλώσσα του Σολωμού είναι σαν να κρατάς ένα κεράκι αναμμένο μέσα στο σκοτάδι, που περνάμε αυτή τη στιγμή. Και αισθάνομαι πολύ τυχερή που το κρατώ σε αυτή την παράσταση εγώ». |
Ο Σολωμός σχεδίασε και άρχισε να γράφει το έργο το 1 826 στη Ζάκυνθο, βλέποντας με συναισθήματα πόνου και απέραντης συμπάθειας τις προσφυγοπούλες, γυναίκες από το πολιορκημένο Μεσολόγγι – που επαιτούσαν ζητώντας τρόφιμα και χρήματα για τους έγκλειστους άνδρες τους-, να αντιμετωπίζουν κατάμουτρα τη λεκτική βία, την προσβολή και την ταπείνωση από μια δύσμορφη, εξαθλιωμένη γυναίκα.
Το έργο, αν και έχει την επίφαση ενός οραματικού οίστρου, είναι απόλυτα ρεαλιστικό, γιατί ανιχνεύει τις αιτίες της κακοδαιμονίας και της διχόνοιας σαν ζητήματα βαθιάς άγνοιας και αδυναμίας πρωτίστως ημών των ιδίων, των παρατηρητών, των φερομένων ως υποκειμένων του ορθού λόγου. Κάθε παραίτησή μας μπροστά σε κάτι παράλογο και άδικο γίνεται αυτόματα προσχώρηση στο αντίθετο στρατόπεδο, του παραλογισμού και του χάους, που εμπεριέχει το απρόβλεπτο, το οδυνηρό, το κακό.
Η εκδοχή μας, μέσα από τη φωνητική αναπαράσταση του Λόγου του ποιητή, που νοηματοδοτεί κάθε φράση, επιζητεί να ανασύρει και να ζωντανέψει όλες τις πτυχές που κρύβονται σ’ αυτό το έργο. Έργο, που δεν παύει να μας γοητεύει και να μας αφορά, σαν μια σημαντική κατάθεση ενός αγνού και μεγάλου στοχαστή, ενεργοποιώντας τη σκέψη μας επάνω σε θεμελιώδη ζητήματα της πραγματικότητας και της πραγματικής μας ταυτότητας.