Από τις μεγαλύτερες ανασκαφές της χώρας χαρακτηρίζονται όσες έγιναν στο πλαίσιο της κατασκευής της Ιόνιας οδού. Οι ανασκαφές τελείωσαν πρόσφατα και μαρτυρούν στοιχεία για την αρχαία Μακύνεια, τα αρχιτεκτονικά της στοιχεία και τις εμπορικές της επαφές, αντίστοιχης εμβέλειας ευρημάτων και στην Αλίκερνα.Η κατασκευή της Ιόνιας Οδού έφερε στο φως ποικίλα ευρήματα μεγίστης σημασίας που λόγω της αξίας τους αλλά και του πλήθους τους ανήγαναν τις εν λόγω ανασκαφές μεταξύ των σημαντικότερων στην Ελλάδα.
Οι ανασκαφές αυτές τελείωσαν πολύ πρόσφατα, ενώ επιστήμονες αρχαιολόγοι επεξεργάζονται ακόμη τα ευρήματα αλλά τα πρώτα συμπεράσματα και οι πρώτες ενδείξεις είναι ασφαλείς και επαληθεύουν την σπουδαιότητα των ευρημάτων. Τα ευρήματα παραπέμπουν σε αρχαία πόλη, την αρχαία Μακύνεια. Η θέση της αρχαίας Μακύνειας, πόλης της δυτικής Λοκρίδας και αργότερα της Αιτωλίας, ταυτίζεται κατά την επικρατέστερη άποψη με μικρή ακρόπολη που βρίσκεται στη θέση Παλαιόκαστρο, σε απόσταση τεσσάρων περίπου χλμ. βορειοανατολικά του Αντιρρίου. Μέσα από έρευνες σωστικού χαρακτήρα, και κυρίως τις ανασκαφές που διενεργούνται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή της πόλης στο πλαίσιο της κατασκευής της Ιόνιας Οδού, έχουν έρθει στο φως εκτεταμένα κτιριακά κατάλοιπά της, τα οποία ανήκουν τόσο στον κύριο οικισμό, όσο και σε πολυάριθμες άλλες εγκαταστάσεις στην περίμετρό της.
Η αποκάλυψη διαδοχικών οικοδομικών φάσεων του οικισμού, που αντιπροσωπεύουν μία μεγάλη και πιθανότατα αδιάλειπτη διάρκεια ζωής, από την ύστερη γεωμετρική έως την ύστερη ελληνιστική περίοδο, καθώς και καταλοίπων προγενέστερης προϊστορικής εγκατάστασης, παρέχει μία καλή εικόνα της ιστορικής εξέλιξής του. Επιπλέον μία πρώτη επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων επιτρέπει πλέον στην κατάληξη κάποιων γενικότερων συμπεράσματα που αφορούν στο χαρακτήρα της πόλης, τη διάταξη της στο χώρο, την έκταση και τον πληθυσμό της.
Μάλιστα υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα της αρχαίας Μακύνειας από τα οποία έχει γίνει μια πρώτη προσέγγιση από τους αρχαιολόγους.
Κατά την κατασκευή της Ιόνιας Οδού αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα κατάλοιπα αρχαίας πόλης στη θέση Ριζό, νοτιανατολικά της αρχαίας ακρόπολης που αποδίδεται στην αρχαία Μακύνεια. Τα κατάλοιπα αυτά αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα, από την ύστερη Γεωμετρική/πρώιμη Αρχαϊκή έως την ύστερη Ελληνιστική περίοδο, ενώ εκτός αυτών ερευνήθηκαν και αποσπασματικά διατηρημένα κτίρια της Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η διάταξη και η μορφή του οικισμού καθορίστηκαν έντονα από τη φυσική γεω-
μορφολογία, καθώς αυτός αναπτύχθηκε στη νότια πλαγιά φυσικού υψώματος. Από την ύστερη Γεωμετρική/πρώιμη Αρχαϊκή φάση του διατηρήθηκαν λίγα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ωστόσο συνδέονται με σημαντική ποσότητα χαρακτηριστικής κεραμικής. Η κλασική περίοδος αντιπροσωπεύεται από κατάλοιπα αρκετών κτιρίων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με δίκτυο μονοπατιών. Στην ελληνιστική περίοδο ο οικισμός αποκτά τη μεγαλύτερη έκτασή του και εμφανίζει στοιχεία κοινοτικής οργάνωσης, ανάμεσα στα οποία ανήκει και ένας κεντρικός δρόμος. Σε αυτή τη φάση δια- κρίνονται σε μερικές περιπτώσεις ευκολότερα οι λειτουργίες των χώρων των κτιρίων με βάση την αρχιτεκτονική και τα ευρήματά τους.
Ακόμη τα ευρήματα μαρτυρούν εμπορικές επαφές της αρχαίας Μακύνειας και ως προς το θέμα υπάρχουν τουλάχιστον ενδείξεις συγκεκριμένα του κτιρίου Β. Η πρόσφατη έρευνα του οικισμού της αρχαίας Μακύνειας στη θέση Ριζό έφερε στο φως πλήθος κεραμικής και κινητών ευρημάτων τα οποία υποδηλώνουν το βιοτικό επίπεδο, αλλά και τις εξωτερικές σχέσεις του οικισμού. Αν και το άφθονο αρχαιολογικό υλικό βρίσκεται σε διαδικασία επεξεργασίας και συντήρησης, καθώς η ανασκαφή ολοκληρώθηκε πρόσφατα, ωστόσο η προκαταρκτική μελέτη των πρώτων στοιχείων έχει αναδείξει ενδιαφέροντα σημεία για την επικοινωνία του οικισμού με άλλες περιοχές.
Μεταξύ των κεραμικών ευρημάτων είναι θραύσματα αλλά και σχεδόν ακέραιοι εμπορικοί αμφορείς των ύστερων αρχαϊκών χρόνων οι οποίοι έχουν εντοπισθεί σε διάφορα σημεία του οικιστικού συμπλέγματος. Η παρουσία τους είναι δείκτης των εμπορικών επαφών του οικισμού και εκτός των άλλων σχετίζονται με τις ιδιαίτερες καταναλωτικές προτιμήσεις των κατοίκων του κατά τους πρώιμους αυτούς χρόνους. Η θέση του οικισμού, ανάμεσα στο δίαυλο επικοινωνίας από τον Κορινθιακό κόλπο στο Ιόνιο πέλαγος και τη Δύση γενικότερα, προφανώς συνέβαλε στην ανάπτυξή του και την οικονομική του ευμάρεια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμπορικοί αμφορείς του λεγόμενου ≪κορινθιακού τύπου Β≫ από το κτίριο Β – χώρο 2, οι οποίοι βρέθηκαν μαζί με ένα σύνολο επείσακτης ≪καλής≫ ποιότητας κεραμική, που περιλαμβάνει κυρίως συμποσιακά σκεύη (μελαμβαφής αττική κύλικα τύπου C, κορινθιακές κοτύλες, οινοχόες) του τέλους του 6ου αι. π.Χ.
Αντίστοιχης εμβέλειας και σπουδαιότητας ευρήματα έχουν εντοπιστεί και στις ανασκαφές στην περιοχή της Αλίκερνας.
*Το άρθρο του Κων/νου Χονδρού δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Συνείδηση» / αναδημοσίευση: agriniopress.gr