της Φωτεινής Τσαλίκογλου
Αν ζούσε η Έμιλυ Ντίκινσον σήμερα, και αν, λέω αν, επέλεγε ένα άλλο επάγγελμα για να δικαιώσει τη ζωή της, τότε θα γινόταν σκηνοθέτης, μόνο και μόνο για να σκηνοθετήσει το September της Πέννυς Παναγιωτοπούλου.
Δυο φράσεις κλειδιά της ποίησής της συνοψίζουν, για μένα, το σπουδαίο αυτό φιλμ φανερώνοντας, μεταξύ άλλων, πόσο η αληθινή τέχνη συνομιλεί με τον εαυτό της αλλά και με κάθε άλλη μορφή τέχνης.
«Γιατί δεν άντεχα να ζω φωναχτά» είναι η μια φράση.
Φράση που καθορίζει την ύπαρξη της ηρωίδας στην ταινία αλλά, νομίζω, και της ίδιας της δημιουργού της ταινίας.
Διαχρονική, διακειμενική, δια μορφική, «η αληθινή τέχνη σαν σφυρί θρυμματίζει την παγωμένη μέσα μας θάλασσα». Το σφυρί όμως μπορεί να μην κάνει κανέναν θόρυβο, έναν υπόκωφο μόνο ψίθυρο που μετά βίας να ακούγεται, ή ούτε καν αυτό, μια παρατεταμένη σιωπή…
Δίχως εκκωφαντικές κραυγές και θορύβους, στην πραγματικότητα μέσα από την απουσία ήχου, το September πετυχαίνει να θρυμματίσει την παγωμένη μέσα μας θάλασσα. Μια γενναία ταινία γιατί τολμά να αναμετρηθεί με το μέγιστο μέσα στο ελάχιστο. Μια ταινία που μιλά για τόσο απλά πράγματα, όπως π.χ. να αγαπάς έναν σκύλο, να ζεις μαζί του, να τον ονομάζεις Μανού, κι ο σκύλος κάποια στιγμή να πεθαίνει κι εσύ να μένεις μόνη με το μόνο. Σε έναν κόσμο που δεν είναι εξοικειωμένος με την απώλεια, που αποστρέφεται σαν τον διάβολο το λιβάνι τον αναστοχασμό, που αποφεύγει τις εσωτερικές διαδρομές της καρδιάς και του μυαλού σου. Σε έναν κόσμο που επίμονα επιμένει να περιφρονεί όλες τις άγνωστες διαδρομές του νου που ξανοίγονται για σένα όταν μένεις, ή όταν είσαι, μόνος…
Η ηρωίδα μένει μόνη. Όμως μια ολόκληρη κοινωνία στήνεται και οργανώνεται στην απώθηση, στη μεταμφίεση, στη συγκάλυψη του μόνου. Η ηρωίδα αγνοεί αυτές τις στρατηγικές επιβίωσης (ευτυχώς, μάλλον, τις αγνοεί και η δημιουργός της ταινίας). Όταν φεύγει ο Μανού, το διπλανό σπίτι, η διπλανή γυναίκα, τα διπλανά παιδιά αποκτούν αίφνης μια άλλη σημασία. Θέλει να μπει στη ζωή τους σε μια ξένη ζωή που δεν είναι η ζωή της.
Βλέποντας την ταινία έχεις την αίσθηση σε κάθε στιγμή ότι το σενάριο παρακάμπτεται. Μοναδικός κανόνας μοιάζει να είναι εκείνος που παροτρύνει τους ενήλικους και ανήλικους ήρωες να συνομιλούν με το, βαθιά κρυμμένο μέσα τους, αληθινό κομμάτι του εαυτού τους. Πραγματικά μακαρίζω τους ηθοποιούς που μετείχαν στα γυρίσματα αυτής της ταινίας. Έχω την αίσθηση ότι συμμετείχαν, καθοδηγούμενοι από τη σκηνοθέτιδα, σε μια σπάνια βουτιά στο μέσα του μέσα τους. Και μόνο έτσι κατάφεραν να φτάσουν στο τελικό αποτέλεσμα.
Η ταινία δηλώνει μια αντίστροφή πορεία σε αυτό που σήμερα μας σκοτώνει… σε αυτό που θα ονομάζαμε «λήθη του εαυτού».
Μια ταινία εν τέλει αισιόδοξη, αναπάντεχα αισιόδοξη, που παλεύει ενάντια στη λήθη του εαυτού, κι έτσι εκεί που δεν το περιμένεις μας χαρίζει φως. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερο κρίμα και μεγαλύτερο σκοτάδι από τη λήθη του εαυτού.
Μια ταινία ανίερη που παραβιάζει ένα μεγάλο ταμπού. Δεν μπορείς να ζήσεις τον θάνατο του άλλου, μας λένε… κι όμως, η δημιουργός της ταινίας κατάφερε να κάνει τον θεατή να μπει μέσα στον θάνατο του άλλου, να τον ψηλαφίσει, να τον νοιώσει να τον κάνει δικό της και δικό σου… σε μια ανάπηρη συναισθημάτων εποχή, σε μια κοινωνία με μοναχικά φέρετρα, ως ευλογία το δέχεσαι αυτό το δώρο… Άσε την ταινία να σου μιλήσει με την αλήθεια της στα τρίσβαθα της ψυχής σου… μόνο κερδισμένος θα βγεις από την αναμέτρηση με αυτή την άγνωστη, παράξενη, αδικοξεχασμένη αλήθεια της.
Κι αυτή είναι η δεύτερη φράση της Ντίκινσον που συνοψίζει την ταινία «I like the look of Agony because I Know it’s true»
Ένα έργο πιο αληθινό από το αληθινό. Ένα έργο για την condition humaine, που είναι εκεί, στο λησμονημένο βάθος των πραγμάτων, που γειτνιάζει με τις ρωγμές, την απουσία, τη σιωπή.
Κι από εκεί μέσα αναβλύζει η ακαταμάχητη Αλήθεια της.
*Το άρθρο της Φωτεινής Τσαλίκογλου αναρτήθηκε στο protagon.gr στις 12/10/2013.
*Η ταινία «September» προβάλλεται στους κινητογράφους.