της Θεώνης Σκαλέρη
Πηγαινοέρχομαι Αθήνα – Κωνσταντινούπολη για επαγγελματικούς λόγους απ” το καλοκαίρι. Ποτέ δεν πέρασε απ” το μυαλό μου να εγκατασταθώ μόνιμα. Εμφανιζόμουν όποτε έπρεπε και για όσο με χρειάζονταν και ξαναγύρναγα στο σπίτι μου.
Πριν από περίπου ένα μήνα είχα βγάλει το σκύλο μου την καθιερωμένη βόλτα στο Πεδίον Άρεως όταν απ” το πουθενά, ένα πίτμπουλ το καβάλησε και προσπαθούσε να του σκίσει το λαιμό. Σχεδόν ακαριαία τράβηξα το πίτμπουλ απ” το σβέρκο. Τότε ένιωσα το πρώτο δυνατό χτύπημα στο δικό μου σβέρκο. Πριν προλάβω να αντιδράσω, μου ήρθε μια δεύτερη σφαλιάρα, πιο δυνατή αυτή τη φορά. Όλα αυτά πισώπλατα. Όταν κατάφερα να γυρίσω για να δω ποιος με δέρνει, αντίκρυσα ένα αγόρι γύρω στα δεκάξι με μαλλί κουρεμένο γουλί και ένα σώμα τόσο επιδέξια χτισμένο που μπροστά του τα κυβικά μου ήταν μηδαμινά. «Μην ξαναγγίξεις το σκυλί μου, ακούς; Θα σε λιώσω». Υπήρχε κόσμος πολύς στο σημείο, μάρτυρες άφθονοι, αλλά αν δεν έσπευδαν οι πέντε φίλοι που έχω να τον κρατήσουν, όλοι οι υπόλοιποι θα έμεναν απλοί θεατές στο προσωπικό μου λιώσιμο. Γύρισα σπίτι σοκαρισμένη. Δεν ήταν η επικράτηση του νόμου της ζούγκλας στη δήθεν πολιτισμένη, δυτική κοινωνία που με σόκαρε. Αυτό το είχα συνειδητοποιήσει καιρό πριν. Ήταν αυτή η (σχεδόν) καθολική αποδοχή της. Από τα σαράντα άτομα που ήταν εκεί μόνο οι πέντε ένιωσαν την ανάγκη να αντιδράσουν στη βία; Κι αν δεν ήταν αυτοί οι πέντε; Θα με είχε λιώσει με την αθόρυβη συγκατάθεση όλων των υπολοίπων;
Μου ήρθε στο μυαλό ένα παρόμοιο περιστατικό που μου συνέβη το καλοκαίρι. Με τελείως διαφορετικούς ήρωες αυτή τη φορά. Γυρίζοντας ένα βράδυ σπίτι μου στα Εξάρχεια, πάλι με το σκύλο μου, πάλι απ” το πουθενά, του επιτίθεται πάλι ένα πίτμπουλ. Του σκίζει τη γλώσσα στα δύο. Το πίτμπουλ ανήκε στο Δημήτρη Πουλικάκο. Η σύντροφος του (της οποίας το όνομα μου διαφεύγει) έτρεξε να μαζέψει το σκύλο και μου είπε να την ειδοποιήσω για ο,τιδήποτε χρειαστώ. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας ο σκύλος συνέχιζε να έχει ακατάσχετη αιμορραγία. Ήταν Κυριακή και αναγκάστηκα να οδηγήσω μέχρι την Παλλήνη, στο μόνο νοσοκομείο ζώων που εφημέρευε. Θυμάμαι ακόμα τη φριχτή εμπειρία της διαδρομής. Είχα ένα αυτοκίνητο-σαράβαλο που έσβηνε κάθε τρεις και λίγο και νόμιζα ότι μέχρι να φτάσω, το σκυλί θα πέθαινε. Το πίσω κάθισμα είχε γίνει κατακόκκινο. Ευτυχώς, τέλος καλό. Του κάνανε δύο ενέσεις και του έδωσαν τα απαραίτητα φάρμακα. Αλλά όχι όλα καλά. Όταν έδωσα την απόδειξη του κτηνίατρου στην, μέχρι το προηγούμενο βράδυ, πρόθυμη σύντροφο του Πουλικάκου να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη, έγινε καπνός.
Αναλογίστηκα τα δύο περιστατικά.
Από τη μία, συμμορίες φασιστόπαιδων εξοπλισμένες με δολοφονικά σκυλιά εκπαιδευμένα να επιτίθενται σε μετανάστες τα βράδια στα στενά της Κυψέλης κι από την άλλη, «αναρχοαυτόνομοι» ροκάδες που εμφανίζονται στον Πρετεντέρη (!) και στον Κωστόπουλο (!) και εισπράττουν διθυραμβικές κριτικές.
Σκέφτηκα την πατρίδα που μεγάλωσα. Την ατιμωρησία. Τη μη ανάληψη ευθύνης. Από κανέναν και για τίποτα. Τη λέξη «συγγνώμη» που ξεχάστηκε απόλυτα. Σκέφτηκα ότι το έβλεπα να έρχεται καιρό όλο αυτό. Καιρό πριν τα μνημόνια. Μεγάλωσα σ´ αυτή τη σαπίλα. Μεγάλωσα με το φιάσκο του Χρηματιστήριου επί Σημίτη όταν ο Πρετεντέρης ήταν συμβουλός του, μεγάλωσα στην Ελλάδα του Κλικ, της BMW, της ξανθιάς με τα τεράστια βυζιά πρώτο τραπέζι πίστα. Μεγάλωσα στην Ελλάδα που όσα πτυχία κι αν κατάφερνες να πάρεις, δεν υπήρχε θέση στον ήλιο για κανένα αν δεν είχε μέσο. Μεγάλωσα στην Ελλάδα του «μάγκα με τα λεφτά» και του «μαλάκα έντιμου πλην άφραγκου». Κι όλοι αυτοί υπάρχουν ακόμα. Τους συντηρούν και τους καταχειροκροτούν οι συμπατριώτες μου. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ. Με κάθε ευκαιρία.
Την προηγούμενη χρονιά είχα στη LIFO ένα blog με τίτλο «Ρίζες». Συνεντεύξεις ανθρώπων που διηγούνταν από πού ξεκίνησαν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η επιθυμία όλων για τα στερνά τους χρόνια ήταν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Κάθε φορά που το άκουγα, μου έκανε τρομερή εντύπωση. Δεν μπορούσα με τίποτα να ταυτιστώ. Πατρίδα για μένα είναι οι άνθρωποι κι εγώ ένιωθα χρόνια ότι δεν είχα κανένα κοινό με την πλειοψηφία των Ελλήνων. Αισθανόμουν χρόνια απομονωμένη. Τόσο απομομονωμένη που αν τολμούσα να μιλήσω, είμαι σίγουρη ότι θα χαρακτηριζόμουν επιεικώς γραφική. Παρ΄ όλα αυτά ένιωθα την ενοχή αυτής της σιωπής να με κατατρώει.
Όταν αυτή τη φορά προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο Ataturk, πήγα να πάρω τη βαλίτσα μου και τη βρήκα κατεστραμμένη. Τα δύο χερούλια ήταν ξεριζωμένα και δεν είχα από πού να την πιάσω. Μπήκα στο τμήμα απολεσθέντων και ζημιών για να το αναφέρω και μία υπάλληλος, σε άθλια αγγλικά, προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι δεν έχουν καμία ευθύνη. Χαμογέλασα και έσυρα τη βαλίτσα προς την έξοδο. Ήταν η πρώτη φορά που η αποφυγή ανάληψης ευθύνης δεν με πλήγωνε. Δεν ήμουν στην πατρίδα μου. Και ήταν η πρώτη φορά που δεν είχα βγάλει εισιτήριο επιστροφής. Τώρα θα γίνω κι εγώ ένας ανεύθυνος παρατηρητής. Αν μπορέσω. Τα λέμε από” δω.
Πηγή: www.lifo.gr