του Γιάννη Σελιμά
Είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό ανάμεσα σε Ναύπακτο και Γαλαξίδι, βρέχεται από τα νερά του Κορινθιακού κόλπου, είναι η πατρίδα των παιδικών χρόνων.
Ότι άσχημο συμβαίνει το αδειάζεις εκεί και σε λίγο χρόνο μετασχηματίζεται σε ομορφιά. Λες και τα τζιτζίκια, τα τριζόνια, το γιασεμί στο χωματόδρομο και οι λεμονιές μεταγλωττίζουν κάθε αρνητικό συναίσθημα σ” έναν οίστρο ζωής.
Ο τόπος είναι μια μικρή χερσόνησος φτιαγμένη από τα ιζήματα των ποταμών, παντού κροκάλες και υπόγεια νερά που δεν τα βλέπεις μα τα νοιώθεις. Κάποιες φορές από την στέρηση του τόπου μοιάζει με παράδεισο αυτή η συνομοταξία των φυσιοκρατών που μαζεύτηκαν εκεί.
Αρχές καλοκαιριού όλοι έρχονται με τις βροχές στους ώμους ώσπου στα μέσα του Αυγούστου γίνονται ένα δεμάτι χόρτα, μαλακοί άνθρωποι και λίγες φορές μεταξωτοί τα δειλινά και τις αυγές. Θυμίζουν την Οκτάνα του Ανδρέα Εμπειρίκου, τον Αρχίλοχο και την Αφροδίτη. Κάτω από την πανσέληνο τα ασημόπαιδα έχουν τίμια μέτωπα και χείλια με ρωγμές , τέτοιους ανθρώπους δεν βρίσκεις στις πολιτείες..μα και αυτοί ξεχνιούνται και αλλάζουν ως το επόμενο θέρος.
Μα η ανάμνηση της όμορφης ύπαρξης τους γίνεται βροχή τον Σεπτέμβρη και κάπου εκεί τον Απρίλη βρίσκοντας λίγη άμμο από την Φωκιότρυπα στις τσέπες τους ετοιμάζουν πάλι και πάλι τη νέα καλοκαιρινή τους ιδιοσυστασία.