Μια μικρή αλλά ευδιάκριτη πλέον στροφή στον γεωργικό τομέα καταγράφεται στην Ελλάδα, ως απότοκο φαινόμενο της κρίσης που κτύπησε ιδιαίτερα τα μεγάλα αστικά κέντρα και πρωτίστως την Αθήνα. Υπάρχει μια σαφής «εισαγωγή» νέων αγροτών στο γεωργικό επάγγελμα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν και με ανοικτό βέβαια το ερώτημα εάν πρόκειται για σταθερή επιλογή.
Μετά δεκαετίες υποχώρησης του αριθμού των απασχολουμένων στη γεωργία, στα τέλη του 2013 καταγράφηκε (για δεύτερη φορά ύστερα από το 2010) μια μικρή αύξηση. Συγκεκριμένα, από 485.500 απασχολούμενους στα τέλη του 2012, το 2013 οι αγρότες ήταν 493.900. Θα πείτε, ανεπαίσθητη η άνοδος, κι έτσι είναι, αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η αύξηση του συνολικού αριθμού εκφράζει πολύ μεγαλύτερη είσοδο νέων αγροτών, καθώς βεβαίως υπάρχουν και αποχωρήσεις από το επάγγελμα των παλαιοτέρων, οι οποίοι έχουν και αρκετά υψηλό ηλικιακό μέσο όρο.
Είναι η πρώτη φορά που αντιστρέφεται η τάση μεγάλης συρρίκνωσης του αριθμού των αγροτών. Από τους 1.083.000 το 1981 έπεσαν στους 724.000 το 1998 κι από εκεί στους 520.000 το 2008. Η κρίση ωστόσο οδήγησε αρκετό κόσμο προς τη γεωργία, με αποτέλεσμα το 2010 οι απασχολούμενοι στον τομέα να φτάσουν τις 533.000. Ομως, η υφεσιακή βουτιά του 2011 και η συνολική κατάρρευση της απασχόλησης στην Ελλάδα εκφράστηκε και στον γεωργικό τομέα με μείωση το 2011 και το 2012, για να καταγραφεί ξανά το 2013 μια μικρή άνοδος, που μένει να δούμε εάν έχει στοιχεία μονιμότητας. Πάντως, η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο σύνολο της απασχόλησης ανέβηκε στο 13,2% από 11%, καθώς οι άλλοι τομείς υποχωρούν.
«Υπάρχει μια μικρή στροφή προς τον πρωτογενή τομέα και ειδικά τη γεωργία, χωρίς να είμαστε σίγουροι εάν θα σταθεροποιηθεί. Προέρχεται από τις πόλεις αλλά και από αγροτικές περιοχές, οι οποίες είχαν απογεωργικοποιηθεί», λέει στην «Καθημερινή» ο κ. Χαράλαμπος Κασίμης, πρόεδρος του τμήματος Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου. «Στη νέα ιδέα της “αγροτικότητας” υπάρχει και η νοσταλγία της “επιστροφής στη γη και στις ρίζες”. Αλλά πλέον, λόγω της οικονομικής κρίσης, η γεωργία αποκαθίσταται και προσεγγίζεται για πρώτη φορά από νέους κατοίκους των αστικών κέντρων, οι οποίοι προσδοκούν μια ζωή στις αγροτικές περιοχές, με απασχόληση, ποιότητα ζωής και περιβαλλοντική αξία», σημειώνει ο κ. Κασίμης. «Στην Ελλάδα υπάρχουν δεσμοί υπαίθρου-πόλης, η αστικοποίηση είναι πρόσφατο φαινόμενο. Στην ύπαιθρο υπάρχουν σπίτι, περιουσία (χωράφια), συχνά συγγενείς», συμπληρώνει στην «Καθημερινή» ο καθηγητής του Γεωπονικού.
Από πού προέρχονται όμως οι νεοεισερχόμενοι στον αγροτικό τομέα; Μια απάντηση μας δίνει η επεξεργασία στοιχείων της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού από τον κ. Κασίμη και τον κ. Σταύρο Ζωγραφάκη, επίσης καθηγητή στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο. Καταρχήν γεωγραφικά προέρχονται από την Αθήνα (37%) και 8% από την υπόλοιπη Αττική, 9% από τη Θεσσαλονίκη, 9% από την υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία, 7% από τη Θεσσαλία και 7% από τη Στερεά Ελλάδα. Τι έκαναν προτού στραφούν στον αγροτικό τομέα; Το 54% απασχολούνταν στο εμπόριο, στην αναψυχή, στον ιδιωτικό τομέα, το 29% στο Δημόσιο, το 4% στις κατασκευές, ενώ το 28% δεν είχε εργαστεί την προηγούμενη χρονιά, γιατί ήταν άνεργοι, μαθητές-σπουδαστές, στρατιώτες, νοικοκυρές.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ηλικιακή ανανέωση, καθώς η μέση ηλικία νεοεισερχομένων είναι 41,7 έτη έναντι του 47,3 των παλαιότερων αγροτών. Τέλος, ο νέος αγρότης είναι σε μεγάλο βαθμό μορφωμένος, καθώς ο ένας στους τρεις έχει αποφοιτήσει από ΑΕΙ ή ΤΕΙ, ένας στους δέκα έχει και μεταπτυχιακό τίτλο, ενώ ένας στους δύο είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (47%).
Διαβάστε αναλυτικότερα το άρθρο Γιάννη Ελαφρού στην «Καθημερινή»