Το δικαίωμα στην ετήσια άδεια αναψυχής με αποδοχές (θερινή άδεια) είναι θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τονίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε τέσσερις πρόσφατες έντονα φιλεργατικές αποφάσεις του.
Οι ευρωδικαστές αποφάνθηκαν ότι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με βασικό μισθό και ποσοστά επί των πωλήσεων δικαιούνται αποδοχές αδείας και επί των προμηθειών, ενώ σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου, τις αποδοχές αδείας δικαιούνται οι κληρονόμοι. Ακόμη, έκριναν ότι εάν κάποιος συνταξιοδοτηθεί χωρίς να έχει λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής του, δικαιούται να τη λάβει σε μετρητά. Επίσης το δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση ασθενείας του εργαζομένου, η άδεια δεν χάνεται ούτε ρευστοποιείται, αλλά χορηγείται μετά το πέρας τη αναρρωτικής άδειας, ακόμη και στο επόμενο έτος.
Κατ’ αρχάς οι Ευρωπαίοι δικαστές υπογραμμίζουν ότι κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας πρέπει να συνεχίζεται κανονικά η καταβολή του συνόλου των αποδοχών όπως και η καταβολή των πάσης φύσεως επιδομάτων. Αντίθετα, απαγορεύεται η μετατροπή της μη χορηγηθείσης θερινής άδειας, λόγω ασθενείας, σε χρηματική αποζημίωση.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στις εν λόγω αποφάσεις ότι κατά τη διάρκεια της ετήσιας άδειας πρέπει να συνεχίζεται η καταβολή του συνόλου των αποδοχών όπως και των πάσης φύσεως επιδομάτων.
Οι τέσσερις αποφάσεις του ΔΕΕ
Τους Ευρωπαίους δικαστές τους απασχόλησε περίπτωση πωλητή ενεργειακών προϊόντων σε αγγλική εταιρεία, ο οποίος αμείβεται με πάγιο μισθό αλλά και προμήθεια επί των πωλήσεων. Ετσι, όπως κρίθηκε με την πρώτη απόφαση του ΔΕΕ, ο αμειβόμενος με βασικό μισθό αλλά και ποσοστά επί των πωλήσεων, δικαιούται ως αποδοχές αδείας, πέραν του βασικού του μισθού, και την προμήθεια επί των πωλήσεων που θα πετύχαινε εάν εργαζόταν τον μήνα που έλαβε την άδειά του. Η προμήθεια, κατά κανόνα, υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των ετήσιων προμηθειών που λαμβάνει ο εργαζόμενος.
Σημειώνεται στην απόφαση αυτή των ευρωδικαστών, ότι σκοπός της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τις άδειες είναι να μην υποστεί ο μισθωτός κανένα οικονομικό μειονέκτημα εξαιτίας της λήψης της άδειάς του, διότι σε διαφορετική περίπτωση οι εργαζόμενοι μπορεί να αποτρέπονταν από το να κάνουν χρήση του δικαιώματος αδείας τους.
Σε άλλη απόφασή του το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση θανάτου του εργαζομένου πριν λάβει την ετήσια άδειά του, οι αποδοχές αδείας δεν χάνονται, αλλά δίδονται στους κληρονόμους του. Μάλιστα, αυτό ισχύει και σε περίπτωση ακόμα που ο θανών δεν είχε υποβάλει καν αίτημα χορήγησης άδειας αναψυχής.
Στην τρίτη απόφασή τους οι ευρωδικαστές επισημαίνουν ότι ο δημόσιος αλλά και ο ιδιωτικός υπάλληλος που συνταξιοδοτείται χωρίς να έχει λάβει την ετήσια άδειά του, δικαιούται να πάρει ανάλογη χρηματική αποζημίωση μετά τη συνταξιοδότησή του. Στην περίπτωση αυτή το ΔΕΕ δικαίωσε πυροσβέστη ο οποίος λόγω ασθενείας δεν είχε λάβει την ετήσια άδειά του και αμέσως μετά την ανάρρωση συνταξιοδοτήθηκε.
Με την τέταρτη και τελευταία απόφασή του το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος αρρωστήσει κατά το χρόνο της άδειας αναψυχής του και λάβει αναρρωτική άδεια, δικαιούται στη συνέχεια να λάβει κανονικά την άδεια αναψυχής σε επόμενο χρονικό διάστημα. Και αν αυτό συμβεί τους τελευταίους μήνες του έτους, η άδεια αναψυχής μεταφέρεται στο επόμενο έτος.
Τι ισχύει στην Ελλάδα με την άδεια αναψυχής
Σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, εφόσον ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει ένα έτος στην ίδια επιχείρηση, δικαιούται άδεια αναψυχής ενός μηνός μετ’ αποδοχών.
Αναλυτικότερα, εφόσον ο μισθωτός εργάζεται με καθεστώς πενθήμερης εργασίας, δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση ενός έτους υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, άδεια αναψυχής 20 εργασίμων ημερών.
Με τη συμπλήρωση του δεύτερου χρόνου απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται 21 ημέρες αδείας και μετά τη συμπλήρωση τριετούς απασχόλησης οι ημέρες αυξάνονται στις 22. Με την πάροδο των ετών προϋπηρεσίας, οι ημέρες αδείας αυξάνονται, χωρίς όμως το ανώτατο όριο άδειας να μπορεί να ξεπεράσει τις 25 εργάσιμες ημέρες.
Πάντως, μπορεί να προβλεφθεί μεγαλύτερος αριθμός ημερών αδείας με κλαδικές, ομοιοεπαγγελματικές ή επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Εάν ο εργαζόμενος δεν έχει συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται δύο ημέρες άδεια για κάθε μήνα απασχόλησής του.
Κατά την άδεια αναψυχής ο εργαζόμενος λαμβάνει κανονικά τον μισθό του, σαν να εργαζόταν, και επιπρόσθετα λαμβάνει μισό μισθό ως επίδομα αδείας.
Η άδεια αναψυχής πρέπει να χορηγείται μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και απαγορεύεται η μεταφορά της στο επόμενο, ακόμη και αν έχει συμφωνήσει ο εργαζόμενος για τη μεταφορά της.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγήσει την άδεια μέσα στο έτος ενώ ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει, τότε υποχρεούται να καταβάλει στον εργαζόμενο, ως αστική ποινή, τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες κατά 100% (διπλάσιο μισθό) συν το επίδομα αδείας.
Κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής απαγορεύεται να απολυθεί ο εργαζόμενος. Αν αυτό συμβεί, η απόλυση είναι παράνομη και φυσικά άκυρη.
Τέλος, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος απολυθεί ή παραιτηθεί προτού λάβει την άδεια αναψυχής, οι ημέρες της άδειας που δεν έλαβε ρευστοποιούνται, δηλαδή πληρώνεται για τις ημέρες της άδειας που δεν έλαβε.